Τα τελευταία περιθώρια που έχει για υποχωρήσεις εξετάζει πλέον η κυβέρνηση σε μία ύστατη προσπάθεια να επιτευχθεί η ενδιάμεση λύση, που θα επιτρέψει την έναρξη της ομαλής χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας και την αποφυγή «ατυχήματος» τουλάχιστον έως τον Ιούνιο.
Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας αναλαμβάνει προσωπικά αυτή την κρίσιμη και πιθανόν καθοριστική φάση των διαπραγματεύσεων και όπως όλα δείχνουν, εάν δεν υπάρξει σύντομα ένας συμβιβασμός με τους εταίρους, είναι αποφασισμένος να εξετάσει όλα τα ενδεχόμενα, ακόμη και αυτό της ρήξης με τους δανειστές.
Ο κ. Τσίπρας επικοινώνησε την Κυριακή τηλεφωνικά με την γερμανίδα καγκελάριο Άγκελα Μέρκελ και τον επικεφαλής του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ, ζητώντας τους να επισπευστούν οι διαδικασίες για την ενδιάμεση αξιολόγηση της 30ης Απριλίου, όπως προβλέπει η συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου και πέτυχε να αρχίσουν και πάλι οι συζητήσεις στο Brussels Group.
Η ακραία επιθετικότητα που επέδειξαν πολλοί υπουργοί Οικονομικών στο Eurogroup της περασμένης Παρασκευής στη Ρίγα της Λετονίας, εναντίον της Ελλάδας, θορύβησε το Μέγαρο Μαξίμου, που είχε μείνει στα αισιόδοξα μηνύματα από τις συναντήσεις του πρωθυπουργού στις Βρυξέλλες την προηγούμενη ημέρα.
Το ερώτημα πλέον είναι εάν θα ολοκληρωθούν έγκαιρα οι συζητήσεις αυτές και σε τι συμφωνία θα καταλήξουν. Η Αθήνα θέλει σαφή πρόοδο, εάν όχι απόφαση μέσα στην εβδομάδα και πάντως οριστικοποίηση της ενδιάμεσης συμφωνίας μέχρι τις αρχές Μαΐου, καθώς τον ερχόμενο μήνα υπάρχουν πληρωμές δόσεων στο ΔΝΤ εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ.
Η ελληνική κυβέρνηση φέρεται να εξετάζει τη μερική μετάθεση των κόκκινων γραμμών, όχι όμως στα πιο βασικά θέματα (π.χ. στη μείωση των συντάξεων), προκειμένου να επιτευχθεί ένας πρώτος συμβιβασμός.
Εάν όμως δεν επιδειχθεί και από την άλλη πλευρά θετική διάθεση, τότε υπάρχουν στο ορίζοντα σενάρια σύγκρουσης, αλλά και η πιθανότητα να λάβει μόνη της η κυβέρνηση έκτακτα μέτρα για να αντιμετωπίσει την κατάσταση.
«Αν οι εταίροι μας επιμείνουν στον στραγγαλισμό τότε μπορεί να υποχρεωθούμε να πάρουμε από μόνοι μας μέτρα τα οποία τώρα προσπαθούμε να αποφύγουμε. Και ίσως αυτό θα επιθυμούσαν κάποιο. Γι’ αυτό χρειάζεται τώρα να γίνει τμήμα της διαπραγμάτευσης και της λύσης η αντιμετώπιση του προβλήματος της ρευστότητας» τονίζει σε συνέντευξή του ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γιάννης Δραγασάκης, αφήνοντας εκ νέου ανοιχτό το ενδεχόμενο να πλην πληρωθούν οι δανειστές, αφού «σε κάθε περίπτωση προηγούνται οι βασικές ανάγκες του λαού»: «Το βασικό μας αίτημα είναι να αναγνωριστεί το τρέχον πρόβλημα ρευστότητας ως ένα πρόβλημα κοινής ευθύνης και να αντιμετωπιστεί από κοινού. Κι αυτό μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους. Διαφορετικά η ομαλή εξυπηρέτηση των εξωτερικών υποχρεώσεων της χώρας θα έρχεται σε ολοένα και μεγαλύτερη αντίθεση με τις ανάγκες επιβίωσης και τη δυνατότητα ικανοποίησης βασικών αναγκών του ελληνικού λαού».
Ο κ. Δραγασάκης καταγγέλλει ότι «εφαρμόζεται σκόπιμα μια τακτική οικονομικού στραγγαλισμού, επειδή το αποτέλεσμα των εκλογών και οι επιλογές του ελληνικού λαού δεν ήταν αρεστές σε εγχώρια και ξένα συμφέροντα».
Ως προς τη διαχείριση και διατήρηση των κόκκινων γραμμών στη διαπραγμάτευση και τις πληροφορίες που θέλουν την κυβέρνηση να εξετάζει σχέδιο απεμπλοκής με νέες υποχωρήσεις, εκδηλώνονται ήδη οι πρώτες αντιδράσεις. Ο αναπληρωτής υπουργός Κοινωνικών Ασφαλίσεων Δημήτρης Στρατούλης τόνισε ότι «καμία απολύτως μείωση δεν πρόκειται να γίνει στις συντάξεις, κύριες ή επικουρικές. Η πάγια θέση της κυβέρνησης είναι η πλήρης στήριξη των συνταξιούχων».
Αντίθεση σε υποχωρήσεις η αριστερή πτέρυγα
Τυχόν κρίσιμες υποχωρήσεις συναντούν την κάθετη αντίρρηση της αριστερής πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Στάθης Λεουτσάκος, βουλευτής και εκ των κορυφαίων στελεχών της πτέρυγας αυτής γράφει στην iskra.gr ότι «τρεις μήνες διαπραγμάτευσης και όλες οι κινήσεις των «θεσμών» δείχνουν με τον πιο σαφή τρόπο ότι Ε.Ε.-ΕΚΤ-ΔΝΤ δεν έχουν εγκαταλείψει την αρχική τους επιδίωξη, που εκδηλώθηκε από την επομένη των εκλογών και που δεν είναι άλλη από το να εξαναγκάσουν την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να αναδιπλωθεί από τις φιλολαϊκές ριζοσπαστικές προγραμματικές της δεσμεύσεις και να προσαρμοστεί στα μνημονιακά πλαίσια».
Εκτιμά δε ότι «ο χρόνος που «προσέφερε» η ετεροβαρής συμφωνία της 20ης Φλεβάρη δεν δείχνει μέχρι τώρα να οδηγεί σε κανενός είδους επωφελή συμφωνία αλλά στην κλιμάκωση της επίθεσης εναντίον της χώρας και στη χρηματοδοτική ασφυξία έως ότου ολοκληρωθεί ο στραγγαλισμός του «θύματος», αν αυτό δεν παραδοθεί άνευ όρων.
Τόσο η υπό γερμανική κυριαρχία Ε.Ε., σε πλήρη σύμπνοια και συμπόρευση με την ΕΚΤ, όσο και οι ΗΠΑ και το αμερικανοκίνητο ΔΝΤ, θέλουν να οδηγήσουν τη χώρα και τον ελληνικό λαό σε οικονομική και κοινωνική διάλυση.
Όπλα τους «το μαρτύριο της σταγόνας» της ρευστότητας και η διακοπή της χρηματοδότησης, με την εκταμίευση του οποιουδήποτε ποσού να εξαρτάται από την «ολοκλήρωση της αξιολόγησης» δηλαδή την υλοποίηση των διαβόητων «μεταρρυθμίσεων» μνημονιακού χαρακτήρα στα εργασιακά, το ασφαλιστικό, τις ιδιωτικοποιήσεις κ.λπ.».
Ζητεί δε να προετοιμαστεί η κυβέρνηση ακόμα και για έξοδο από το ευρώ: «Απέναντι στο εκβιαστικό δίλημμα των δανειστών υποταγή ή οικονομικό στραγγαλισμό, ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να προετοιμάσει τους εργαζόμενους και το λαό για τη μεγάλη ταξική αναμέτρηση με τις εγχώριες και ξένες πολιτικές – οικονομικές ελίτ.
Η άμεση επεξεργασία και προβολή εναλλακτικών λύσεων στη χρηματοδότηση της Ε.Ε.-ΕΚΤ-ΔΝΤ μπορεί να σπάσει το φόβο που καλλιεργείται συστηματικά εδώ και πέντε χρόνια από το εγχώριο και ευρωπαϊκό κατεστημένο και την προπαγάνδα του ότι δήθεν δεν υπάρχει ζωή για τη χώρα στο ενδεχόμενο ρήξης με τους κυρίαρχους κύκλους της Ευρωζώνης, που μπορεί να οδηγήσει τη χώρα και στην έξοδο από αυτήν.
Μια τέτοια, όμως, εξέλιξη, την οποία χρησιμοποιούν ως «μπαμπούλα» για να διατηρούν την επικυριαρχία τους συνιστά πρωτίστως απειλή για τους ίδιους και το σαθρό ακραία νεοφιλελεύθερο οικοδόμημά τους, και όχι για τον ελληνικό λαό. Αντίθετα, αν το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να υλοποιηθεί μέσα στο ασφυκτικό και εχθρικό πλαίσιο της Ευρωζώνης και εφόσον δεν υλοποιηθούν άμεσες και ριζικές αλλαγές στο χαρακτήρα της Ευρωζώνης – εξέλιξη που δε φαίνεται πραγματοποιήσιμη – τότε όλα τα ενδεχόμενα πρέπει να είναι ανοικτά».