Γράφει ο Χρήστος Τριανταφύλλου
Πρόεδρος Συνδέσμου Μικρασιατών Ν. Φιλαδέλφειας – Ν. Χαλκηδόνας «ΟΙ ΑΛΗΣΜΟΝΗΤΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ»
«Η πτώση της Κωνσταντινούπολης για το έθνος μας, δεν είχε τέτοια σημασία, όπως αυτή η έξοδος του ελληνισμού από ολόκληρη την Ανατολή», γράφει η Διδώ Σωτηρίου, αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων της Μικρασιατικής καταστροφής του 1922, του δραματικού τέλους της «Μεγάλης Ιδέας», του οριστικού ξεριζωμού των Ελλήνων από τα εδάφη που κατοικούσαν από την αρχαιότητα.
Δεν πρόκειται για οποιαδήποτε καταστροφή ισχυρίζονται πολλοί ερευνητές των γεγονότων, αλλά για «τον αφανισμό ενός ολόκληρου πολιτισμού, τον ξεριζωμό από τον τόπο που άνθισε και δημιούργησε μια μοναδική πρόταση ζωής, έναν ιδιαίτερο τρόπο αντίληψης και ερμηνείας του κόσμου, ορατού και αόρατου», ενός πολιτισμού που αποτέλεσε το βάθρο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και άλλων πολιτισμών στη συνέχεια και αναμφισβήτητα την πηγή της ανάπτυξης του δυτικού πολιτισμού, κυρίως λόγω της φιλοσοφικής σκέψης που παρήγαγε .
Ένας φόρος τιμής στο Μικρασιατικό Ελληνισμό θα ήταν μια σύντομη αναφορά στις κύριες συνιστώσες της τραγωδίας, αναλογιζόμενοι τις σκέψεις ενός σύγχρονου στοχαστή του Μίλαν Κούντερα που είπε: «Το πρώτο βήμα για να εξοντώσεις ένα έθνος είναι να διαγράψεις τη μνήμη του. Να καταστρέψεις τα βιβλία του, την κουλτούρα του, την ιστορία του. Μετά να βάλεις κάποιον να γράψει νέα βιβλία, να κατασκευάσει μια νέα παιδεία, να επινοήσει μια νέα ιστορία.»
Η Μικρασιατική Καταστροφή ήταν το αποτέλεσμα χρόνιων διεργασιών στις οποίες συμμετείχαν και αλληλοεπίδρασαν πολλοί παράγοντες αρκετά χρόνια νωρίτερα. Ήταν αποτέλεσμα αντικειμενικών δυσκολιών, λαθών, αντικρουόμενων διεθνών συμφερόντων, μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων και παθών.
Τα πραγματικά αίτια πρέπει να αναζητηθούν, σε βάθος χρόνου, σ΄ αυτά που προηγήθηκαν της τραγικής εξόδου.
O ανατολικός ελληνισμός, με υψηλή μορφωτική και οικονομική στάθμη, αποτελούσε σημαντικό τμήμα του πληθυσμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σε ορισμένες περιοχές της Ανατολικής Θράκης, στην Κωνσταντινούπολη, στη Δυτική Μικρά Ασία και τον Πόντο οι Έλληνες συχνά κυριαρχούσαν. Οι ελληνικές κοινότητες ως το 1922, έλεγχαν το 50% του επενδυμένου κεφαλαίου στη βιομηχανία, το 60% των θέσεων εργασίας στη μεταποίηση και κυριαρχούσαν απόλυτα στο εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο. Το 1914 το 46% των ιδιοκτητών τραπεζών ήταν Έλληνες, ενώ από τις 6.507 βιομηχανίες και βιοτεχνίες της Αυτοκρατορίας το 49% ανήκε σε Έλληνες. Έλληνες ήταν το 52% των γιατρών, το 49% των φαρμακοποιών, το 52% των αρχιτεκτόνων, το 37% των μηχανικών και το 29% των δικηγόρων. Οι Ρωμιοί μαθητές ήταν σχεδόν διπλάσιοι των Μουσουλμάνων και η ελληνική, ήταν η γλώσσα των εμπόρων και της καλής κοινωνίας.
Ο αποικιακός ανταγωνισμός των ευρωπαϊκών χωρών των δύο τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα που είχε ως αποτέλεσμα την διανομή ολόκληρου του πλανήτη, οξύνθηκε επικίνδυνα στις αρχές του 20ού αιώνα. Πέρα από τις εδαφικές διεκδικήσεις, επιχειρήθηκε και μια πολυδιάστατη οικονομική διείσδυση από τις βιομηχανικές προς τις οικονομικά ασθενείς και εξαρτημένες χώρες.
Έγιναν πολιτικά λάθη, τραγικά και κατά συρροή, αυτά οδήγησαν στην καταστροφή του Ελληνικού στρατού και ακολούθησε ο ξεριζωμός του χριστιανικού πληθυσμού και η εγκατάλειψη των περιοχών στα χέρια των Τούρκων.
Στις 20 Αυγούστου ο Ύπατος Αρμοστής της Σμύρνης έστειλε επείγον τηλεγράφημα στην Αθήνα: «Αποστείλατε τάχιστα πλοία προς παραλαβήν στρατού μετά υλικού πολέμου και του πληθυσμού». Η απάντηση του Δημητρίου Γούναρη έφτασε την επόμενη μέρα: «Αποφύγετε δημιουργία προσφυγικού ζητήματος». Η ελληνική ηγεσία βρισκόταν σε πλήρη άγνοια της κατάστασης. Την ίδια στιγμή ο αρχιστράτηγος Γεώργιος Χατζηανέστης βρισκόταν στην Αθήνα και κατέστρωνε σχέδιο κατάληψης της Κωνσταντινούπολης.
Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια ο αριθμός των νεκρών από τη γενοκτονία των Ελλήνων Μικρασιατών (ξεκινά από 300.000 και φτάνει ως 1.000.000). Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις Ελλήνων και ξένων συγγραφέων, τουλάχιστον 500.000 Μικρασιάτες (εκτός των Ποντίων) έχασαν τη ζωή τους κάτω από βασανιστικές και απάνθρωπες συνθήκες.
«Ενάμισι εκατομμύριο άνθρωποι βρεθήκανε ξαφνικά έξω απ΄ την προγονική τους γη.» γράφει η Δίδω Σωτηρίου. «Παράτησαν σκοτωμένα παιδιά και γονιούς άταφους. Παράτησαν περιουσίες, τον καρπό στα δένδρα και στα χωράφια, το φαΐ στη φουφού, τη σοδειά στην αποθήκη το κομπόδεμα στο συρτάρι, τα πορτρέτα των προγόνων στους τοίχους. Και βάλθηκαν να τρέχουν να φεύγουν κυνηγημένοι. Κοιμήθηκαν αποβραδίς νοικοκυραίοι στον τόπο τους και ξύπνησαν φυγάδες, θαλασσοπόροι, άστεγοι άποροι και ζητιάνοι στα λιμάνια του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης, του Βόλου, της Πάτρας… με μια θλιβερή ταμπέλα κρεμασμένη στο στήθος: «Πρόσφυγες!» Που να ακουμπήσουν οι πρόσφυγες; Τι να σκεφτούν; τι να ξεχάσουν; τι να πράξουν; που να δουλέψουν; πώς να ζήσουν;.. Χωρίς πατρίδα, χωρίς δουλειά, χωρίς σπίτι. Και μόλις χτες να θυμάσαι πως ήσουνα νοικοκύρης».
Ο Ερνεστ Χεμινγουέη , μεταφέροντας τα λόγια αξιωματούχου Αμερικανικού πολεμικού πλοίου στο λιμάνι της Σμύρνης, μας εξιστορεί!
«Το χειρότερο, ήταν οι γυναίκες με τα νεκρά παιδιά. Δε μπορούσαμε να τις πείσουμε να μας δώσουν τα πεθαμένα παιδιά τους. Είχαν τα παιδιά τους νεκρά ακόμα και έξι μέρες, αλλά δεν τα εγκατέλειπαν. Δε μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Τελικά έπρεπε να τούς τα πάρουμε με τη βία.»
«Είχαμε ρητές ένστολές να μην επέμβουμε, να μη βοηθήσουμε… Το πλοίο μας είχε τόση δύναμη που θα μπορούσαμε να βομβαρδίσουμε όλη τη Σμύρνη και να σταματήσουμε το μακελειό, αλλά η ένστολή ήταν να μην κάνουμε τίποτα… Το παράξενο ήταν, είπε υποτιθέμενος αξιωματούχος του αμερικάνικου πολεμικού που διηγείται την ιστορία, πως ούρλιαζαν κάθε νύχτα τα μεσάνυχτα.
Δεν ξέρω γιατί ούρλιαζαν αυτή την ώρα. Ήμασταν στο λιμάνι κι αυτές στην προκυμαία και τα μεσάνυχτα άρχιζαν να ουρλιάζουν. Στρέφαμε πάνω τους τους προβολείς και αυτές τότε σταματούσαν. …».
Χάθηκε λοιπόν η Μικρασία,
Χάθηκαν οι αγαπημένες πατρίδες των προγόνων μας και μείναμε εμείς, δεύτερη, τρίτη, τέταρτη γενιά, ν΄ αναλογιζόμαστε τον πόνο του ξεριζωμού που έγινε και δικός μας πόνος, να παλεύουμε με τις μνήμες απ΄ τις διηγήσεις των παππούδων και των γιαγιάδων μας, να ψάχνουμε στην ιστορία γι΄ απαντήσεις …γιατί; ..πώς; αλλά και να επαναλαμβάνουμε τα ίδια λάθη.
Ως απόγονοι εκείνων και φορείς των ίδιων παραδόσεων, του ίδιου πολιτισμού, έχουμε χρέος:
- Να μην ξεχάσουμε, γιατί μέσα απ΄ τη δική μας μνήμη μένουν ζωντανά τα όνειρά τους.
- Να ερευνήσουμε, να καταγράψουμε και να διδαχθούμε απ΄ την αλήθεια της Μικρασιατικής τραγωδίας.
- Να μην επαναλάβουμε τα ίδια λάθη, παίρνοντας μαθήματα από την ιστορία, γιατί μόνο έτσι η θυσία των νεκρών του΄22 θ΄ αποκτήσει κάποια έννοια δικαίωσης.
- Να φτιάξουμε μια καλύτερη κοινωνία για τους δικούς μας απογόνους, πατώντας στις αρχέγονες πανανθρώπινες αξίες του ελληνικού πολιτισμού.
Τέλος, να δεχτούμε ότι όσο τα γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντα θεωρούνται σημαντικότερα από τις ανθρώπινες ζωές, πάντα θα υπάρχουν «ΤΟ ΘΥΜΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Ο ΘΥΤΗΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ!»