Γράφει η Ηρώ Στεφάνου, Λογοθεραπεύτρια
Πώς μπορούμε να χειριστούμε τις εκδηλώσεις επιθετικής συμπεριφοράς;
Όσο δύσκολο είναι να ανιχνεύσουμε τα αίτια της επιθετικότητας των παιδιών και το μέτρο της κρισιμότητας τους, άλλο τόσο δύσκολο είναι να κάνουμε τους κατάλληλους χειρισμούς, για να αντιμετωπίσουμε τις παιδικές εκρήξεις.
Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να τονίσουμε την ανάγκη συνεργασίας και παράλληλης δράσης γονέων και δασκάλων στην περίπτωση που κάποια παιδιά παρουσιάσουν έντονη και μακρόχρονη επιθετική συμπεριφορά. Η τακτική που θα ακολουθήσουν γονείς και εκπαιδευτικοί πρέπει να είναι κοινή, ενιαία. Οι ίδιοι είναι ανάγκη να ενημερώνουν συχνά ο ένας τον άλλο για τις προόδους που κάνουν τα παιδιά στα θέματα της συμπεριφοράς. Οι δάσκαλοι, ως πιο εξειδικευμένοι στην αντιμετώπιση των σχολικών προβλημάτων, όταν ενημερωθούν από τους γονείς για το «πρόβλημα», θα δράσουν οι ίδιοι, αν δεν το έχουν κάνει ήδη με τις γνώσεις και τις δυνάμεις που έχουν.
Θα αναφέρουμε μερικές πρακτικές τεχνικές για την αντιμετώπιση της «παιδικής επιθετικότητας», όταν εμφανιστεί:
Αποφεύγουμε τη σωματική τιμωρία. Προσπαθούμε με συζήτηση και πολλή κατανόηση για τα παιδιά να τους εξηγήσουμε, όταν ηρεμήσουν, ποιες συνέπειες έχει πρώτα απ? όλα για τα ίδια η επιθετικότητα τους, για παράδειγμα, να χάσουν την αγάπη των φίλων τους. Ύστερα, εξηγούμε τις συνέπειες, τη βλάβη, που θα υποστούν οι γύρω τους, όταν δεχτούν τα χτυπήματα τους, τις βρισιές τους .η την καταστροφική τους διάθεση.
Επίσης, απομακρύνουμε τα παιδιά από το «ακροατήριο τους», ύστερα από ένα εκρηκτικό επεισόδιο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα παιδιά για να τραβήξουν την προσοχή του γονέα ή του άλλου προσώπου, όπως είπαμε, δίνουν «παραστάσεις» επιθετικής συμπεριφοράς: στριγκλίζουν, στριφογυρίζουν, σπάνε πράγματα, γρονθοκοπούν τους άλλους, ή τους εαυτούς τους. Η απομάκρυνση τους σε άλλο χώρο (σε άλλη σχολική αίθουσα ή σε άλλο δωμάτιο του σπιτιού) γίνεται, για να απομακρυνθούν από την εστία της έντασης και να ηρεμήσουν. Εκεί, χωρίς να τους επιβάλουμε σωματική τιμωρία, συζητάμε τους λόγους και τις συνέπειες της έκρηξης τους.Κάτι τέτοιο είναι δύσκολο με τα νήπια ή τα μικρά παιδιά, αλλά φέρνει αρκετά καλά αποτελέσματα στα μεγαλύτερα παιδιά. Μέσα σε, όσο το δυνατό, πιο θερμό κλίμα βάζουμε τα παιδιά να ασχοληθούν με μια ωφέλιμη δραστηριότητα που τα ευχαριστεί (ζωγραφική, άθληση, άκουσμα μουσικής κ. ά.)
Μπορούμε, ακόμα, να αγνοήσουμε την επιθετική συμπεριφορά των παιδιών σε μερικές περιπτώσεις. Γιατί, αν αρχίσουμε να συμβουλεύουμε, ιδίως τα μικρά παιδιά, με τα «πρέπει» και τα «μη» ή να τα τιμωρούμε, μπορεί να συνεχίσουν να φέρονται ακόμα πιο επιθετικά. Μορφές ήπιας επιθετικότητας, π.χ. βρισιές, βλαστήμιες (που αρέσουν αρκετά στα πολύ μικρά παιδιά) ή μικροσυγκρούσεις, μπορεί να μειωθούν, αν τις αγνοήσουμε. Τα παιδιά βλέπουν ότι δεν καταφέρνουν τους στόχους τους μ? αυτές τις συμπεριφορές και τις εγκαταλείπουν.
Βέβαια, θα αναρωτηθούν ορισμένοι γονείς: «Καμιά τιμωρία, καμιά επίπληξη δε θα γίνει;» Αν οι γονείς επιλέξουν, τελικά, αυτή τη μέθοδο αντιμετώπισης, πρέπει να τη συνοδεύουν με συζήτηση και εξήγηση και εξήγηση για τις αιτίες που επιβλήθηκε η τιμωρία. Αν χρειαστεί να τιμωρήσουμε τα παιδιά, καλύτερα αυτή η τιμωρία να μην είναι σωματική (ξυλοδαρμός, στέρηση τροφής) ή λεκτική ταπείνωση (« Είσαι τέρας, γαϊδούρι» κ.τ.ό.). Προτιμότερο η τιμωρία να είναι, για παράδειγμα, μικρή στέρηση προνομίων («Δε θα πάμε τη βόλτα που συμφωνήσαμε») και άμεση, δηλαδή να πραγματοποιηθεί σύντομα, για να καταλάβουν τα παιδιά ότι αυτή η τιμωρία είναι απόρροια της βίαιης συμπεριφοράς και όχι επειδή δεν τα αγαπάμε γενικά, όπως αναφέρει το βιβλίο « Δημοτικό Σχολείο και Γονείς» του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου. Ας αποφύγουμε, επίσης, τις απειλές («Θα τα πω όλα στον μπαμπά σου να σε κανονίσει») ή τις αναβολές της τιμωρίας, που παρατείνουν το φόβο και την αγωνία τους. Παράλληλα, εξηγούμε στα παιδιά πόσο πιο όμορφα είναι τα πράγματα, όταν είναι ήρεμα. Τους δηλώνουμε, επίσης, ότι κατανοούμε πως τα βασανίζει και ? αν θέλουν ? μπορεί να το μοιραστούν μαζί μας.
Όλα αυτά είναι πράγματι δύσκολο να εφαρμοστούν στα πλαίσια μιας πολυάσχολης και έντονης ζωής, όπου όλοι ? γονείς και παιδιά ? προσπαθούν να επιβιώσουν απλώς, μερικές φορές. Όμως, μπορούμε να κάνουμε ένα βήμα κάθε φορά, για να βοηθήσουμε τα παιδιά μας, όταν αντιμετωπίζουν μια ψυχική σύγκρουση, που οδηγεί στη βίαιη συμπεριφορά τους. Τους το οφείλουμε ως γονείς κι εκπαιδευτικοί. Το αξίζουν.
Ας είμαστε στοργικοί και διαλλακτικοί, όσο μπορούμε, ώστε να λύνουμε ειρηνικά τις διαφορές. Ας προσπαθούμε να καλλιεργούμε το έδαφος, έτσι που να μην προκαλούμε στα παιδιά μας απογοητεύσεις ή συναισθήματα κατωτερότητας (κόμπλεξ), που μπορεί να ανάψουν το φυτίλι της επιθετικότητας τους. Η ανώφελη πίεση μας να πετύχουν πράγματα που δεν μπορούν, οι υπερβολικές προσδοκίες μας για τις επιδόσεις τους στο σχολείο και οι απαγορεύσεις μας μπορεί να τα οδηγήσουν ? αν όχι σε επιθετικότητα ? σε σκληρότητα ή εχθρότητα απέναντι στις πηγές του άγχους τους (το σχολείο, τους ανταγωνιστές ? συμμαθητές, εμάς τους ίδιους τους γονείς κ. ά.)
Επίσης, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί στο θέμα της ανατροφής και των προτύπων που θέλουμε να περάσουμε στα παιδιά μας. Συνήθως θέλουμε τους γιους μας ζωηρούς, επιθετικούς και πιο εκρηκτικούς, γιατί έτσι θεωρούνται πιο αρρενωποί, όπως, δηλαδή, τους θέλει η κοινωνία. Αντίστοιχα, επιθυμούμε τα κορίτσια μας πιο ήσυχα και πιο εξαρτημένα από εμάς. Ας μην ενθαρρύνουμε, ωστόσο, την επιθετικότητα των ήδη ζωηρών αγοριών μας, γιατί, αντί για αρρενωπότητα, ίσως εισπράξουμε, κάποτε από τη μεριά τους έντονη σκληρότητα και αντικοινωνικότητα , που ξέρουμε πόσο βλάπτει τις διαπροσωπικές τους σχέσεις.
Ας τονίζουμε στα παιδιά μας ότι η βία πληγώνει τους άλλους και ότι, για να μπορούμε να ζούμε τους, είναι ανάγκη να σεβόμαστε την ελευθερία τους και τη σωματική τους ακεραιότητα. Το να μπορούν να ασκούν αυτοέλεγχο στο θυμό τους και να βρίσκουν συμβιβαστικές λύσεις, ώστε να μη μαλώνουν με τους συμμαθητές τους, είναι δική μας δουλειά να τους το μάθουμε.
Τέλος, ας προσπαθήσουμε να χαλιναγωγούμε το δικό μας επιθετικό εαυτό, για να μην μας μιμηθούν τα παιδιά μας. Αφού, όπως λένε, τα παιδιά είναι «καθρέπτες» της δικής μας προσωπικότητας, θα ήταν άσχημο να αναγνωρίσουμε, μια μέρα, το δικό μας κακό και βίαιο εαυτό μέσα σ? αυτούς τους «καθρέπτες».
Η γονεϊκή και η εκπαιδευτική αγάπη και η κατανόηση απέναντι στα παιδιά, καθώς και η καλλιέργεια, μέσα στην οικογενειακή ζωή, του σεβασμού και της αγάπης για τους συνανθρώπους είναι ο καλύτερος τρόπος για τη μείωση της επιθετικής συμπεριφοράς των παιδιών και της ήρεμης συμβίωσης όλων μας.
Η οριοθέτηση της συμπεριφοράς είναι αυτό που βοηθά το παιδί να κατανοήσει τους κανόνες και τις προσδοκίες των γονέων του. Τα όρια που τίθενται στη συμπεριφορά καθορίζουν την ισορροπία της δύναμης και της εξουσίας στις οικογενειακές σχέσεις και συνιστούν ένα ουσιώδες στοιχείο στην ανατροφή των παιδιών.
Όταν οι γονείς θέτουν σταθερά όρια, τα παιδιά μεγαλώνουν έχοντας μεγαλύτερη αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση, σε αντίθεση με τα παιδιά στα οποία επιτρέπεται να συμπεριφέρονται όπως τους αρέσει. Βέβαια είναι σημαντικό να παραχωρείται στα νεαρά άτομα η ελευθερία της επιλογής, μέσα σε λογικά πλαίσια. Παιδιά που έχουν καλή προσαρμογή έχουν τρυφερούς, περιποιητικούς και υποστηρικτικούς γονείς, οιοποίοι ασκούν έλεγχο με λογικό τρόπο και έχουν υψηλές προσδοκίες.
Ανάμεσα την αυταρχική τιμωρία και την ανεξέλεγκτη επιτρεπτικότητα, υπάρχει και μία εναλλακτική λύση που είναι η λεγόμενη θετική πειθαρχία. Η πειθαρχία αυτή λαμβάνει υπόψη τη συναισθηματική ζωή του παιδιού (ή τουεφήβου), την καθημερινότητα του, καθώς και τους στόχους και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει στα διάφορα στάδια της ανάπτυξης του.
Επιπτώσεις στην ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του παιδιού
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι οι πρόωροι, παρατεταμένοι ή μόνιμοι αποχωρισμοί του παιδιού από τους γονείς του διαταράσσουν το συναισθηματικό του κόσμο. Η μελέτη της συμπεριφοράς υγιών¬ φυσιολογικών παιδιών, τα οποία για κάποιον λόγο – παρατεταμένη παραμονή του γονέα στο νοσοκομείο, τοποθέτηση του παιδιού σε βρεφοκομείο – αποχωρίστηκαν από τους γονείς τους στο 2ο και 3ο έτος της ζωής τους, έχει δείξει ότι οι αντιδράσεις του παιδιού στον αποχωρισμό ακολουθούν μια αρκετά προβλέψιμη πορεία.
Στο πρώτο στάδιο το παιδί αντιδρά με κλάματα και θυμό. Απαιτεί την επιστροφή της μητέρας του και φαίνεται να ελπίζει πως θα πετύχει να την φέρει πίσω. Αυτό το στάδιο αποτελεί τη φάση της «διαμαρτυρίας» και συχνά διαρκεί αρκετές ημέρες.
Σιγά-σιγά όμως, το παιδί γίνεται ολοένα και πιο ήρεμο. Ενώ είναι φανερό ότι η απουσία της μητέρας το απασχολεί έντονα και εξακολουθεί να λαχταρά την επιστροφή της, ωστόσο οι ελπίδες του έχουν σε μεγάλο βαθμό εξασθενίσει. Αυτό το στάδιο είναι η φάση της «απελπισίας». Συχνά οι φάσεις αυτές, η διαμαρτυρία και η απελπισία, εναλλάσσονται: η ελπίδα γίνεται απελπισία και η απελπισία γίνεται ανανεωμένη ελπίδα. Τελικά, επισυμβαίνει μια μεγαλύτερη αλλαγή στη στάση του παιδιού απέναντι στην απουσία της μητέρας: το παιδί μοιάζει σαν να ξέχασε τη μητέρα του, έτσι που, όταν την ξαναβλέπει, παραμένει ανεξήγητα αδιάφορο απέναντί της, και μπορεί ακόμη να δείχνει ότι δεν την αναγνωρίζει. Αυτό λέγεται στάδιο της «αποκόλλησης».
Σε όλες αυτές τις φάσεις του αποχωρισμού, το παιδί είναι επιρρεπές σε εκρήξεις οργής και σε άλλες μορφές αυτοκαταστροφικής και καταστροφικής συμπεριφοράς. Η συμπεριφορά του παιδιού, μετά το ξανασμίξιμο με τους γονείς του, εξαρτάται από τη φάση στην οποία βρισκόταν κατά τη διάρκεια του αποχωρισμού. Συνήθως, για ένα διάστημα, το παιδί είναι απαθές και αδιάφορο, σε ποιον όμως βαθμό και για πόσο διάστημα γίνεται αυτό, εξαρτάται από τη διάρκεια του χωρισμού και από το αν δεχόταν ή όχι το παιδί συχνές επισκέψεις κατά την περίοδο αυτή. Για παράδειγμα, αν του λείψανε οι επισκέψεις για αρκετές εβδομάδες και έχει φθάσει στα πρώτα στάδια της αποκόλλησης, είναι πιθανόν ότι η έλλειψη ανταπόκρισης από μέρους του θα διαρκέσει για ένα διάστημα που ποικίλλει από λίγες ώρες μέχρι αρκετές ημέρες. Όταν τελικά αυτή η έλλειψη ανταπόκρισης υποχωρήσει, τότε το παιδί εκδηλώνει έντονα αμφιθυμικά συναισθήματα απέναντι στη μητέρα του. Το παιδί κατακλύζεται από θύελλα συναισθημάτων: συνεχώς είναι «κολλημένο» επάνω στη μητέρα του και, όταν η μητέρα πάει να το αφήσει μόνο του, έστω και για μια στιγμή, νιώθει έντονο άγχος και οργή. Το παρακάτω παράθεμα είναι ένα κομμάτι από συνέντευξη μητέρας ενός 4χρονου κοριτσιού, σχετικά με τις αντιδράσεις του παιδιού της στον πρώιμο αποχωρισμό τους:
Από τότε που την άφησα – το παιδί ήταν τότε δύο ετών – γιατί έπρεπε να μείνω στο νοσοκομείο (δύο φορές, 17 μέρες την καθεμία) δεν με εμπιστεύεται πια. Δεν μπορώ να πάω πουθενά – ούτε μέχρι τη διπλανή γειτόνισσα ή στα μαγαζιά στη γωνία. Πρέπει πάντα να την πάρω μαζί μου. Δεν εννοεί να με αφήσει. Σήμερα, την ώρα του μεγάλου διαλείμματος, βγήκε από την πόρτα του σχολείου και ήλθε σπίτι τρέχοντας σαν τρελή. «Μαμά.., μου είπε, «νόμιζα πως έφυγες… Δεν μπορεί να το ξεχάσει. Τριγυρνάει στα πόδια μου όλη την ώρα. Δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο. Κάθομαι, την παίρνω στην αγκαλιά μου και την χαϊδεύω και προσπαθώ να της δείξω ότι την αγαπώ. Αν δεν το κάνω, λέει: «Μαμά, δεν με αγαπάς πια… Πρέπει να είμαι συνεχώς μαζί της.Ο Bowlby υποστηρίζει ότι, αν ο αποχωρισμός είναι παρατεταμένος – αν διαρκέσει πάνω από 6 μήνες – και συμπέσει με την εποχή που αρχίζει το παιδί να αλληλεπιδρά με τα πρόσωπα γύρω του και να κοινωνικοποιείται, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος το παιδί να μείνει στη φάση της «αποκόλλησης» μόνιμα. Αυτό συμβαίνει κυρίως, όταν το σοκ δεν απαλυνθεί με πολλή στοργή από κάποιον στον οποίον το παιδί θα μπορούσε να βασιστεί. Ο Bowlby ερμηνεύει μια τέτοιου είδους αλληλουχία γεγονότων ως κάτι παρόμοιο με αυτό που συμβαίνει με το βαρύ πένθος στους ενηλίκους. Επειδή όμως το παιδί δεν μπορεί να καταλάβει τι συμβαίνει, δεν κατορθώνει να ξεπεράσει την εμπειρία της «αποστέρησης» και παραμένει «καθηλωμένο» σε αυτήν. Έχει παρατηρηθεί ότι πολλά τέτοια παιδιά παραμένουν, μονίμως πλέον, κοινωνικώς αδιάφορα και συναισθηματικώς ψυχρά.
Αυτό που θέλουμε να τονίσουμε εδώ είναι ότι υπάρχουν βέβαιοι κίνδυνοι για το παιδί που πρόωρα αποχωρίζεται από τους γονείς του και, ιδιαίτερα, για το ορφανό παιδί. Ο Rutter μετά από μια κριτική θεώρηση πολλών ερευνητικών δεδομένων για το θέμα αυτό, κατέληξε στις εξής διαπιστώσεις:
α) Πολλά από τα παιδιά που μπαίνουν σε νοσοκομείο ή σε οικοτροφείο δείχνουν μια άμεση αντίδραση έντονης στενοχώριας και λύπης.
β) Πολλά παιδιά παρουσιάζουν καθυστέρηση στην ανάπτυξή τους, αν συμβεί να εισαχθούν σε κακής ποιότητας ίδρυμα. Ακόμη μπορεί να παρουσιάσουν μειωμένες νοητικές ικανότητες, αν παραμείνουν εκεί για μακρό χρονικό διάστημα.
γ) Υπάρχει σημαντική σχέση ανάμεσα στην εγκληματικότητα και στις διαλυμένες οικογένειες.
δ) Ο ανάλγητος ψυχοπαθητικός εγκληματίας έχει περάσει αλλεπάλληλες εμπειρίες αποχωρισμού ή/και έχει μείνει σε ίδρυμα στα πρώτα χρόνια της ζωής του.
ε) Ο νανισμός παρατηρείται ιδιαίτερα σε παιδιά απορριπτικών και άστοργων οικογενειών.
Το πώς το παιδί αντιμετωπίζει το πρόβλημα του αποχωρισμού εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πώς χειρίστηκαν τα πρόσωπα γύρω του, την προσωρινή απουσία ή την απώλεια των γονέων του. Στην περίπτωση του ορφανού παιδιού που έχει χάσει τον έναν γονέα, πολλά εξαρτώνται από τα ψυχικά αποθέματα που διατηρεί ο επιζών γονέας. Στη διπλή ορφάνια – όπου δεν υπάρχει γονέας για να απαλύνει το σοκ – το παιδί γίνεται περισσότερο ευάλωτο.
Υπάρχει και ένα άλλο είδος αποχωρισμού, ανάμεσα στο γονέα και στο παιδί, ο οποίος συμβαίνει παρόλο που οι γονείς και το παιδί βρίσκονται σταθερά μαζί. Είναι ο ψυχολογικός αποχωρισμός που προκαλείται από την απορριπτική στάση των γονέων απέναντι στο παιδί. Η γονεϊκή απόρριψη παίρνει τη μορφή της ψυχρότητας και της αδιαφορίας (παθητική απόρριψη) ή και τη μορφή της έκδηλης εχθρότητας και σκληρότητας εκ μέρους των γονέων (ενεργητική απόρριψη). Η απόρριψη δεν παίρνει πάντα τη μορφή σωματικής βίας ή πλήρους παραμέλησης. Μπορεί να είναι απόρριψη συναισθηματική και εσώτερη, τελείως αθέατη, έτσι που το παιδί να φτάνει στο σημείο να πιστεύει ότι η απλή του παρουσία, αυτή καθαυτή, κάνει τους γονείς του δυστυχισμένους- ότι είναι ένας ανεπιθύμητος-ενοχλητικός μπελάς και κάτι που πρέπει να ταπεινωθεί, να εξουθενωθεί.
Οι απορριπτικοί γονείς έχουν την τάση όχι μόνο να αποθαρρύνουν το παιδί να απαιτεί τη φροντίδα και τη στοργή τους, αλλά και να το τιμωρούν, όταν δείχνει συμπεριφορά εξάρτησης. Θα περίμενε, λοιπόν, κανείς ότι οι βαριές μορφές απορριπτικής συμπεριφοράς οδηγούν το παιδί στην καταστολή των εκδηλώσεων εξαρτημένης συμπεριφοράς. Αυτό φαίνεται καθαρά σε ευρήματα ερευνών, όπου τα επιθετικά αγόρια που έχουν απορριπτικούς γονείς παρουσιάζουν λιγότερη εξάρτηση από ό,τι παρουσιάζουν τα μη επιθετικά αγόρια που έχουν στοργικούς γονείς. Υπάρχει όμως μία εξαίρεση. Αν οι γονείς είναι συγκρατημένοι ή είναι φειδωλοί στις εκδηλώσεις ενδιαφέροντος, αγάπης και στοργής προς το παιδί, αλλά ωστόσο δεν τιμωρούν τις εκδηλώσεις εξάρτησης, είναι πιθανό να ενταθούν ακόμη περισσότερο οι ανάγκες του παιδιού για προσοχή και φροντίδα. Το παιδί, δηλαδή, όσο πιο πολύ «σπρώχνεται» μακριά από τους γονείς του, τόσο περισσότερο «γαντζώνεται» επάνω τους, ζητώντας τη στοργή και τη φροντίδα τους.
Η δυσκολία με την τάση του παιδιού για εξάρτηση είναι ότι κάθε παιδί έχει γευθεί τις χαρές της γονεϊκής φροντίδας. Ακόμη και η πιο απρόθυμη και αδιάφορη μητέρα δεν μπορεί να αποφύγει να ικανοποιήσει κάποιες από τις ανάγκες του παιδιού της. Έτσι, το παιδί ξέρει τι του λείπει και λαχταράει περισσότερα – ιδιαίτερα αν δεν το έχουν ειδικά αποθαρρύνει με την τιμωρία. Σε αυτό ακριβώς το σημείο βρίσκεται η διαφορά στην αντιμετώπιση ανάμεσα στα προβλήματα εξάρτησης και στα προβλήματα άλλων θεμάτων ανατροφής του παιδιού, όπως π.χ. είναι τα θέματα της σεξουαλικής ορμής. Το πιθανότερο είναι ότι οι εκδηλώσεις ερωτικής μορφής ποτέ δεν ενθαρρύνονται από τους γονείς μάλλον αποδοκιμάζονται ή, στην καλύτερη περίπτωση, αγνοούνται από τους γονείς. Αντίθετα, στην περίπτωση των εκδηλώσεων εξάρτησης, ακριβώς εξαιτίας της πλήρους αδυναμίας του παιδιού να αυτοεξυπηρετηθεί, είναι αδύνατο το παιδί να μην αμείβεται, έστω και σποραδικά, με κάποιες εκδηλώσεις φροντίδας και στοργής (Herbert, 1995).
Καλύτερα να προλαμβάνουμε παρά να θεραπεύουμε
Φαίνεται ότι πρέπει να υπάρχει μια ενδιάμεση κατάσταση ανάμεσα αφενός στον υπερπροστατευτικό γονέα – που με τη συμπεριφορά του κάνει το παιδί ανασφαλές και προσκολλημένο επάνω του, γιατί δεν το αφήνει ποτέ να τον «αποχωριστεί» συναισθηματικά και να προσπαθήσει να κάνει κάτι μόνο του – και αφετέρου στον απορριπτικό γονέα – που κάνει και αυτός το παιδί ανήσυχο και κολλημένο επάνω του, γιατί, για να το πειθαρχήσει, το απειλεί συνεχώς ότι θα το εγκαταλείψει, και που το αφήνει να καταλάβει ότι είναι ανεπιθύμητο και δεν βλέπει την ώρα που θα απαλλαγεί από την παρουσία του. Επίσης, κάποια ενδιάμεση κατάσταση πρέπει να υπάρχει ανάμεσα στον υπερεπιεική (τον απεριόριστα ανεκτικό) και τον υπερ-περιοριστικό και κυριαρχικό (τον αυταρχικό) τρόπο ανατροφής και πειθάρχησης του παιδιού.
Όταν οι γονείς επιχειρούν να καθορίσουν ποιες είναι οι βασικές αρχές που πρέπει να εφαρμόσουν για να βοηθήσουν το παιδί τους να ασκήσει αποτελεσματικό έλεγχο στο περιβάλλον, πρέπει να έχουν κατά νου ότι το παιδί, στην πορεία της ανάπτυξής του, περνάει από διάφορα επάλληλα ποιοτικώς διαφοροποιημένα επίπεδα κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Κάθε τέτοιο επίπεδο αντιστοιχεί σε διαφορετικής μορφής κοινωνικές απαιτήσεις. Ο Danziger περιγράφει τις αναπτυξιακές αυτές διαφοροποιήσεις ως εξής: Μια διάκριση των διαφόρων μορφών υποστήριξης, που το παιδί απαιτεί και δέχεται από τους γονείς, γίνεται με βάση το στάδιο ανάπτυξής του. Σε ένα πρώτο στάδιο, η υποστήριξη αυτή είναι βασικά βιο-σωματική και συνδέεται με την ικανοποίηση των πρωταρχικών βιολογικών αναγκών του παιδιού, συμπεριλαμβανομένων και των αναγκών του για σωματική επαφή και περιβαλλοντική σταθερότητα. Στο επόμενο στάδιο, το παιδί χρειάζεται υποστήριξη στην ενεργό εξερεύνηση του φυσικού και κοινωνικού του περιβάλλοντος, διαμέσου του πειραματικού χειρισμού των διαφόρων αντικειμένων και διαμέσου της υπόδυσης ρόλων. Τελικά, το παιδί ψάχνει για υποστήριξη στις προσπάθειές του να ακολουθήσει κανόνες και να συμμορφώνεται προς τις ηθικές επιταγές.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι απαιτήσεις που έχει το παιδί για υποστήριξη από τους γονείς του είναι απαιτήσεις για αναγνώριση και για επιβεβαίωση του εαυτού του ως κάποιας ύπαρξης, μόνο όμως που η αναγνώριση και η επιβεβαίωση αυτή του εαυτού του παίρνει διαφορετική μορφή στις διάφορες ηλικίες. Στην αρχή, το παιδί έχει ανάγκη να αναγνωριστεί ως εξαρτημένη ύπαρξη που πρέπει να της παρασχεθεί προστασία και ανθρώπινη επαφή. Αργότερα, έχει ανάγκη να αναγνωριστεί ως ένα δραστήριο και εκτελεστικό πλάσμα που θέλει να το προσέχουν και που έχει ανάγκη τα πραγματικά ή φανταστικά του κατορθώματα να επιβεβαιώνονται από τους γύρω του. Τελικά, ζητάει να επιβεβαιωθεί ως ένα καλό πλάσμα που γνωρίζει τους κοινωνικούς και ηθικούς κανόνες και ενεργεί σύμφωνα με τους κανόνες αυτούς (Herbert, 1995).