Γράφει ο Μπάμπης Καραηλίδης
Μόλις πριν από μια εβδομάδα, έκλεισα πίσω μου χωρίς ενδοιασμούς ,την πόρτα του τραπεζικού χώρου για τελευταία φορά. Πρώην τραπεζικός υπάλληλος πλέον ,αλλά για να είμαι ειλικρινής, εδώ και αρκετά χρόνια μόνο το σώμα μου υποστήριζε αυτή μου την επαγγελματική μου ιδιότητα, γιατί κάποιοι εξωγενείς παράγοντες είχαν φροντίσει το πνεύμα και η ψυχή να έχουν αποχωρήσει προ πολλού. Κάτι που πιστέψτε με λόγω της πολύχρονης εμπειρίας μου ως αντιπρόεδρος συλλόγου και σύμβουλος στην ΟΤΟΕ συμβαίνει στην πλειοψηφία των τραπεζοϋπαλλήλων, πλην των μεγαλοστελεχών, σε αυτή την δύσκολη οικονομική και εργασιακή συγκυρία.
Μετά από ένα <γρήγορο πέρασμα> μου 34 ετών και υπηρετώντας σε 16 καταστήματα στον Τραπεζικό χώρο, θα επιχειρήσω μέσα από λίγες γραμμές να αποτυπώσω την εντελώς προσωπική μου άποψη, σε ότι έχει να κάνει με το ρόλο που έπαιξαν και παίζουν σήμερα οι τράπεζες στην οικονομία αλλά και στην κοινωνία. Θέλοντας να κάνω πιο ευδιάκριτες τις διαφορές του πριν και του μετά θα χωρίσω την αναδρομή μου σε τρεις περιόδους μέχρι σήμερα.
Η πρώτη περίοδος μέχρι το 1996-97 θεωρώ ότι ήταν η πιο θετική, ισορροπημένη αλλά και ευεργετική για την οικονομία αλλά και για την κοινωνία. Το τραπεζικό σύστημα είχε βγει από την περίοδο του σκανδάλου Κοσκωτά υποψιασμένο και θωρακισμένο και ο θεσμικός του ρόλος ήταν σαφής και διακριτός. Έχοντας σαν κύριο ατού τη γνώση των πελατών αλλά και την εμπιστοσύνη τους, μιας και η σχέση τράπεζας πελατών ήταν πιο προσωπική (λόγω της δομής της ελληνικής κοινωνίας) και έχοντας σημαντική ρευστότητα λόγω καταθέσεων, τα πιστωτικά ιδρύματα ήταν το στήριγμα σε ιδιώτες αλλά και σε επιχειρήσεις με σαφή επίγνωση του μέτρου και του ρίσκου που έπαιρναν κάθε φορά. Ήταν αυτή η περίοδος σχέσης στην οποία όποιος είχε την τύχη να εμπλέκεται είτε ως πελάτης ,είτε ως υπάλληλος σίγουρα θα έχει τις καλύτερες αναμνήσεις.
Η δεύτερη περίοδος από το 1996-97 έως το 2009 (με την άφιξη του πρώτου μνημονίου)είναι η περίοδος των μεγάλων υπερβολών. Οι τράπεζες, πέφτοντας θύματα του μεταξύ τους σκληρού ανταγωνισμού και στην προσπάθειά τους να πάρει η κάθε μία το δικό της μερίδιο στην αγορά ξοδεύουν τεράστια κονδύλια. Άνοιγμα νέων υποκαταστημάτων παντού (πολλές φορές χωρίς μελέτη των τοπικών αγορών) ,δαπανηρές προσλήψεις και μεταγραφές στελεχών αλλά και καταρτισμένων υπαλλήλων, μεγάλα κονδύλια για διαφήμιση. Η πελατεία τους αυξάνεται κυρίως από περιστασιακούς πελάτες ,που επενδύουν χωρίς τις απαραίτητες γνώσεις σε προϊόντα ρίσκου, όπως μετοχές ,αμοιβαία κεφάλαια κλπ (η μετοχοποίηση μεγάλων δημοσίων εταιριών όπως ο ΟΤΕ ανοίγει απρόσμενα την πόρτα του Χρηματιστηρίου σε περίπου 1.5 εκατομμύριο Έλληνες).
Κάπου εκεί με <<άνωθεν εντολή>> εισερχόμαστε στην περίοδο του πλαστικού χρήματος ,έτσι δίνονται χωρίς φειδώ χιλιάδες πιστωτικές κάρτες και καταναλωτικά δάνεια. Παράλληλα ανοίγει η κάνουλα για τα στεγαστικά δάνεια, που κυριολεκτικά εγκρίνονται ασύστολα, παρέχοντας πολλές φορές μέχρι και το 100 % της συνολικής αξίας των ακινήτων ακόμη και σε πελάτες υψηλού ρίσκου. Τέλος πραγματοποιούνται ευνοϊκές χρηματοδοτήσεις επαγγελματικών κλάδων όπως (ΜΜΕ) χωρίς επαρκείς εγγυήσεις και εξασφαλίσεις.
Όπως είναι φυσικό όταν το τραπεζικό σύστημα συμπεριφέρεται σαν <<καζίνο> αλλοιώνεται ο χαρακτήρας του και ο ρόλος του θεσμικού θεματοφύλακα, χάνοντας ταυτόχρονα την αίγλη και την αξιοπιστία του. Ο χωρίς μέτρο δανεισμός αλλά και ο τζόγος, οδηγούν τις τράπεζες σε κατάρρευση και την ελληνική οικονομία σε μεγάλη ύφεση. Οι δανειολήπτες ,είτε δεν μπορούν είτε δεν θέλουν να ανταποκριθούν στις δανειακές τους υποχρεώσεις και μοιραία οι τράπεζες <<σκάνε>> από έλλειψη οξυγόνου, δηλαδή ρευστότητας. Απειλείται η σταθερότητα και η φερεγγυότητα του τραπεζικού συστήματος και οδηγούμαστε στην τρίτη περίοδο από το 2009 και μετά μέχρι σήμερα όπου: Πραγματοποιούνται τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις (χρηματοδοτήσεις) των τραπεζών εις βάρος του Έλληνα φορολογούμενου συνολικού ύψους 40 δισεκατομμυρίων ευρώ, εξυγίανση τραπεζών (Αγροτική ,Proton,Τ.Τ κλπ) ,εξαγορές και συγχωνεύσεις με συγκέντρωση της τραπεζικής αγοράς σε 4 συστημικές τράπεζες και τέλος φτάνουμε στην επιβολή capital controls και περιορισμός στην κίνηση κεφαλαίων. Παρ όλα αυτά η οικονομική κατάσταση των τραπεζών δεν βελτιώνεται ,τα κόκκινα δάνεια αυξάνονται, οι καταθέσεις πέφτουν μιας και έχει χαθεί πλέον η εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα.
Τα τελευταία χρόνια, οι τράπεζες μεταλλάσσονται, η λέξη δανεισμός αποτελεί άγνωστη έννοια ,τα επιτόκια καταθέσεων μηδενίζονται και λόγω έλλειψης εσόδων η ενασχόλησή τους πλέον είναι οι πωλήσεις ασφαλιστικών και επενδυτικών προϊόντων. Παράλληλα προχωρούν σε επιθετική και αντιλαϊκή πολιτική.
Προσπαθώντας να ρίξουν τα λειτουργικά κόστη ,προχωρούν σε <<αποσχίσεις>> κλάδων και τμημάτων, μεταφέρουν μεγάλο αριθμό κόκκινων δανείων σε εισπρακτικές εταιρίες και funs ,προβαίνουν σε κατασχέσεις ακινήτων, ανακοινώνουν συνεχώς το κλείσιμο σημαντικού αριθμού καταστημάτων με διαρκή συρρίκνωση του προσωπικού και αποχώρηση χιλιάδων τραπεζικών υπαλλήλων που οδηγούνται <<οικειοθελώς>> στην ανεργία.
Η άνευ προηγουμένου και στοχευμένη εγκατάλειψη της ελληνικής περιφέρειας με το κλείσιμο πολλών καταστημάτων, οδηγεί σε ταλαιπωρία και οικονομικό μαρασμό επιχειρήσεις και ιδιώτες ενώ παράλληλα και η παροχή υπηρεσιών γίνεται ηλεκτρονικά και με σημαντικό κόστος προκαλώντας δυσάρεστο πονοκέφαλο σε χιλιάδες συμπατριώτες μας ,κυρίως ηλικιωμένους, που ουσιαστικά τίθενται στο περιθώριο.
Εξαιτίας αυτής της πολιτική τους όμως διαταράσσεται η σχέση τους με το καταναλωτικό κοινό. Από μια μεγάλη μερίδα του κόσμου χαρακτηρίζονται ως <<εχθροί του λαού>> και αυτό σίγουρα έχει τον δικό του αντίκτυπο στην προσπάθεια οικονομικής ανάκαμψης της χώρας.
Υ.Γ Στο άρθρο μου δεν επιχειρώ καμία πολιτική προσέγγιση ή πολιτικό διαχωρισμό μιας και πιστεύω ότι όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης έβαλαν το <<λιθαράκι τους>> για την αποψίλωση του τραπεζικού συστήματος μέχρι και σήμερα.