Γράφει η Ροζίνα Παλαιολόγου
Όταν ένας αγαπημένος μας πεθαίνει αναρωτιόμαστε τι πρέπει να πούμε στα παιδιά και τί όχι, ώστε να τα βοηθήσουμε να διαχειριστούν την απώλεια. Το πιο δύσκολο για τους γονείς είναι ότι κι οι ίδιοι παράλληλα πενθούν και συνήθως δε γνωρίζουν τον κατάλληλο τρόπο να εξηγήσουν το θάνατο. Οι συνήθεις αποδόσεις του τί συνέβη είναι ότι ο θανών έφυγε ταξίδι στην Αμερική, ότι δουλεύει μακριά, ότι πήγε να κοιμηθεί και γενικότερα αιτιολογίες που αποκλείουν το ενδεχόμενο να μην δούμε ξανά το αγαπημένο μας πρόσωπο. Το πώς αντιλαμβάνονται τα παιδιά το θάνατο εξαρτάται κατά κύριο λόγο από την ηλικία τους, κι έπειτα από τις εμπειρίες της έως τότε ζωής τους αλλά και την προσωπικότητά τους.
Να είστε ειλικρινείς και να ενθαρρύνετε τα παιδιά να κάνουν ερωτήσεις.
Μέσα από τη συζήτηση θα δημιουργήσετε μία ατμόσφαιρα, στην οποία το παιδί θα νιώσει άνετα να εκφράσει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του. Είναι σημαντικό να δοθεί το νόημα ότι δεν υπάρχει σωστός ή λάθος τρόπος να αισθανθεί κάποιος.
Τα παιδιά ηλικίας έως 5 – 6 ετών αντιλαμβάνονται τον κόσμο μέσα από κυριολεκτικές έννοιες. Οι λέξεις που χρησιμοποιούμε πρέπει να είναι σαφείς και ξεκάθαρες. Εάν, για παράδειγμα ο άνθρωπος που πέθανε ήταν μεγάλος ή άρρωστος, μπορούμε να πούμε ότι ”το σώμα του δε μπορούσε να δουλέψει άλλο και οι ιατροί δε μπορούσαν να το διορθώσουν”. Εάν ο θάνατος ήταν αναπάντεχος π.χ. σε ατύχημα, αυτό μπορεί να περιγραφεί ως ότι ”εξαιτίας του ατυχήματος το σώμα σταμάτησε να δουλεύει”. Στην ουσία πρέπει να εξηγήσουμε, ότι θάνατος σημαίνει το σταμάτημα της λειτουργίας του σώματος.
Καθότι τα παιδιά αντιλαμβάνονται κυριολεκτικά τα όσα τους λέγονται, αποφύγετε να πείτε εκφράσεις όπως ”τον χάσαμε, έφυγε ή κοιμήθηκε”. Αν εκφραστείτε με αυτό τον τρόπο ενδεχομένως να δημιουργήσετε σύγχυση στο μυαλό του παιδιού για το τί συνέβη πραγματικά, αλλά και για το πόσο επώδυνο είναι να αποχωρίζεται κάποιον ή ακόμη και το πόσο επικίνδυνο είναι να πάει κάποιος για ύπνο! Πρέπει να γίνει σαφές ότι δε θα ιδωθούμε ξανά με τον θανών.
Πολλές φορές οι ερωτήσεις των παιδιών ακούγονται πιο βαθυστόχαστες απ’ ότι είναι, π.χ. στην ερώτηση ”Που να βρίσκεται τώρα; ” θα πήγαινε το μυαλό μας στο που πάει η ψυχή μετά θάνατον. Όμως, το να πούμε ότι βρίσκεται στο νεκροταφείο, εκεί όπου τοποθετούμε εκείνους που δε ζουν πια, αποτελεί μια πολύ πιο ξεκάθαρη, σαφή και ικανοποιητική απάντηση για ένα παιδί.
Παιδιά ηλικίας 6-10 ετών αντιλαμβάνονται την οριστικότητα του θανάτου, ακόμη κι αν δε μπορούν να κατανοήσουν ότι αυτό αφορά κάθε έμβιο ον. Συνήθως, στο μυαλό τους ο θάνατος προσωποποιείται και παίρνει μορφή π.χ. εικόνα κάποιου μαυροφορεμένου.
Τα παιδιά διαχειρίζονται καλύτερα το θάνατο, όταν τους δίνονται εξηγήσεις ακριβείς, απλές, σαφείς και κυρίως ειλικρινείς σχετικά με το τί έχει συμβεί.