Γράφει η Λαμπρινή Μόσχου
Διατροφολόγος
Οι περισσότεροι θα έχετε ακούσει την παρομοίωση του οργανισμού ως μία μηχανή που χρειάζεται καύσιμο για να λειτουργήσει. Η αλήθεια είναι όμως ότι το παράδειγμα δεν είναι πολύ επιτυχημένο.
Σε μία μηχανή όταν πέφτουν τα αποθέματα του καυσίμου, η ειδική ένδειξη της μηχανής σας δείχνει πόσο χρειάζεται ακόμα για να «φουλάρει» και να λειτουργήσει ικανοποιητικά. Αν λοιπόν η μηχανή δείχνει ότι έχει το μισό ντεπόζιτο γεμάτο, βάζοντας το άλλο μισό ντεπόζιτο είμαστε εντάξει και σίγουροι ότι η μηχανή μας θα δουλέψει κανονικά. Δεν μπορώ να βάλω παραπάνω.
Με βάση το παραπάνω παράδειγμα λοιπόν, θα χρησιμοποιήσουμε μία κλίμακα για την πείνα από το 0 μέχρι το 5, όπου 0 σημαίνει «δεν πεινάω καθόλου και η ιδέα ότι θα φάω με καταπιέζει-είμαι φουλ» και 5 σημαίνει «πεινάω πάρα πολύ, γουργουρίζει το στομάχι μου, ζαλίζομαι από την πείνα-δεν έχω καύσιμο».
Με τον οργανισμό μας δεν ισχύει κάτι αντίστοιχο, γιατί μπορεί να δεχτεί κι άλλη ποσότητα τροφής ακόμα και αν έχει πάρει την ποσότητα που χρειαζόταν. Υπάρχουν ορμόνες που εκκρίνονται και μας δίνουν το σήμα ότι πεινάμε, πόσο πεινάμε και πότε χορτάσαμε. Όταν αυτό το μήνυμα όμως δεν το αντιλαμβανόμαστε ή το παραβλέπουμε γιατί έχουμε ανάγκη μέσα από το φαγητό να καλύψουμε άλλες ανάγκες μας, αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την υπερκατανάλωση τροφής και την απόκτηση πλεονάζοντος βάρους.
Όταν λοιπόν πεινάω γύρω στο 1, αλλά τρώω σαν να πεινούσα βαθμός πείνας 3, την παραπάνω ενέργεια που παίρνει ο οργανισμός και δεν την χρειάζεται μέχρι την επόμενη φορά που θα ξαναφάω-ξαναβάλω καύσιμο, την κάνει αποθήκη ενέργειας για άλλη φορά, δηλαδή λίπος. Δυστυχώς το τελευταίο «καύσιμο» που θα χρησιμοποιήσει σε περίπτωση που θα χρειαστεί ενέργεια είναι το λίπος. Θα προτιμήσει άλλες πηγές ενέργειας. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα μακροπρόθεσμα να παίρνω βάρος.
Για ποιούς λόγους όμως μπορεί ενώ έχω πάρει την ποσότητα τροφής που χρειάζομαι, να συνεχίζω να τρώω;
Αρχικά μπορεί να μην λειτουργούν καλά οι μηχανισμοί αυτοί λόγω ορμονικών διαταραχών. Η αλήθεια είναι όμως ότι στις περισσότερες περιπτώσεις ατόμων που έχουν πλεονάζων βάρος δεν ισχύει αυτό. Στις περισσότερες περιπτώσεις κάποιος μπορεί να τρώει για άλλους λόγους, και όχι επειδή πραγματικά πεινάει, ή ακόμα και αν πεινάει να μην σταματάει στην ποσότητα τροφής που έχει χορτάσει, αλλά να συνεχίζει να τρώει σαν να πεινούσε παραπάνω. Πολύ συχνά στην δουλειά μας οι διαιτολόγοι ακούμε τα εξής : «τρώω γιατί τρώνε και οι άλλοι, τρώω από συνήθεια, τρώω για παρέα, τρώω γιατί μου έρχεται κρίμα να πετάξω φαγητό, το τρώω γιατί δεν το τρώει κανένας άλλος (τρώω περισσεύματα), τρώω γιατί μου προσέφερε κάποιος κάτι και δεν θέλω να τον προσβάλλω, τρώω για να μην πεινάσω αργότερα, κτλ». Κάποιοι όμως μπορεί να τρώνε και για να καλύψουν άλλες ανάγκες του (συνήθως συναισθηματικές) που δεν μπορούν να καλύψουν αλλιώς. Παραδείγματα είναι τα : «τρώω για να ηρεμήσω, τρώω γιατί είχα μία δύσκολη ημέρα και θέλω να επιβραβεύσω τον εαυτό μου, τρώω γιατί είναι το μοναδικό πράγμα που μου δίνει ποικιλία και είναι διαφορετικό μέσα στην ημέρα μου, τρώω γιατί βαριέμαι, τρώω για να διασκεδάσω, τρώω γιατί είμαι θυμωμένη, κτλ». Επειδή το φαγητό έχει σημαντικό νόημα για εκείνους σε σημείο εξαρτητικό, δηλαδή «μου κάνει κακό αλλά εγώ το χρειάζομαι για να μπορώ να αντέχω τις δυσκολίες της ζωής, τα προβλήματά μου, για να μην βλέπω αυτά που με ενοχλούν, με πληγώνουν, με θυμώνουν και με ματαιώνουν», χρησιμοποιούν ασυνείδητα το φαγητό ως μέσο μετατόπισης και μετάθεσης των σημαντικών οδυνηρών συναισθημάτων τους. Το φαγητό λειτουργεί ταυτόχρονα με δύο ρόλους, εκείνο του λυτρωτή και αυτό του τιμωρού. Οι καρδιές αυτών των ανθρώπων ανακουφίζονται προσωρινά με την «άσκοπη» για εμάς τους άλλους κατανάλωση τροφής. Αλλά για εκείνους είναι το ισχυρό όπλο ενάντια σε όλα εκείνα που τους ταλαιπωρούν και τους βασανίζουν.
Άρα σε θεωρητικό επίπεδο, αν λάβουμε υπόψιν τον κάθε άνθρωπο απλά και μόνο σαν οργανισμό, θα μπορούσαμε να πούμε ότι τρώγοντας συχνά γεύματα μέσα στην ημέρα, ο βαθμός πείνας μας σε κάθε γεύμα δεν θα είναι ιδιαίτερα υψηλός (δηλαδή θα φτάνει γύρω στο 3 στην κλίμακα), και επομένως εάν τρώμε σε αυτό το γεύμα τόσο όσο χρειάζεται για να καλυφθεί ο συγκεκριμένος βαθμός πείνας, θα καταφέρουμε να διατηρούμαστε σε ένα σταθερό και φυσιολογικό βάρος, στο οποίο ο οργανισμός μας θα αισθάνεται καλά και θα κάνει όλες τις λειτουργίες του φυσιολογικά. Αυτό είναι που εννοούμε όταν λέμε συχνά και μικρά γεύματα.
Αλλά σε πρακτικό επίπεδο αυτό διαφέρει, αν λάβουμε υπόψιν τον κάθε άνθρωπο, όχι μόνο σαν οργανισμό, αλλά και ως ένα ψυχοσυναισθηματικό ον που έχει ανάγκες και συναισθήματα, τα οποία αδυνατεί ή δεν επιτρέπει στον εαυτό του να τα ικανοποιεί αλλιώς.