Μήπως είσαι «Chocoholic»
Η ψυχολόγος Καλλιόπη Εμμανουηλίδου, στο βιβλίο της «Η ψυχολογία της διατροφής» μας αναφέρει ένα ακόμα παράδειγμα σύνδεσης ενός λατρεμένου τροφίμου, της σοκολάτας με την κάλυψη του συναισθηματικού μας κενού.
Η αγαπημένη αυτή τροφή αποτελεί ένα παράδειγμα για το πώς οι ουσίες ενός τροφίμου συνδέονται με τα ανθρώπινα συναισθήματα. Η σοκολάτα αποτελείται από 300 και περισσότερες ουσίες, πολλές από τις οποίες επιδρούν στον εγκέφαλο. Οι τροφές που συνδυάζουν υδατάνθρακες και λιπαρά βοηθούν στην έκκριση των ενδορφινών, που είναι τα φυσικά παυσίπονα- οπιούχα του σώματος. Επιπλέον, η σοκολάτα περιέχει φαινυλαιθυλαμίνη, μια ουσία που προκαλεί κατευθείαν την έκκριση ενδορφίνης και που έχει συνδεθεί και με τον ερωτισμό.
Ο καθηγητής Parker (Parker κ.ά., 2006) στη μελέτη που έκανε σχετικά με αυτές αναγνώρισε ότι υπάρχουν άτομα που αναζητούν στη σοκολάτα μια οπιοειδή επίδραση, η οποία διαφέρει από το σύστημα έκκρισης της ντοπαμίνης. Ωστόσο η συναισθηματική ευφορία δε διαρκεί πολύ – ακόμα και οι «συναισθηματικοί καταναλωτές» της σοκολάτας αναγνωρίζουν ότι σύντομα τα οποιαδήποτε αρνητικά συναισθήματα επιστρέφουν. Τελικά φαίνεται ότι το ποιοι νευροδιαβιβαστές θα εκκριθούν εξαρτάται από τα κίνητρα που είχε ο καταναλωτής πριν από την κατανάλωση. Οι Macht και Dettmer (2006) εξέτασαν τη διάθεση και τα συναισθήματα που ακολουθούν μετά την κατανάλωση σοκολάτας σε σύγκριση με την κατανάλωση ενός υγιεινού σνακ, όπως ενός μήλου. Βρήκαν λοιπόν ότι η σοκολάτα μείωνε την πείνα, ανέβαζε τη διάθεση και την ενέργεια περισσότερο από το μήλο. Επιπρόσθετα, η σοκολάτα έφερνε συναισθήματα χαράς αλλά και ενοχών. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Rose κ.ά. (2010) στην έρευνά τους βρήκαν μια σύνδεση ανάμεσα στην αυξημένη κατανάλωση σοκολάτας και στην κατάθλιψη. Ωστόσο η σχέση αυτή δεν είναι απαραίτητα αιτιακή (δηλαδή η σοκολάτα δεν προκαλεί απαραιτήτως καταθλιπτικά συμπτώματα, και αντίστροφα: η κατάθλιψη δεν οδηγεί απαραιτήτως στην κατανάλωση σοκολάτας).
Η σοκολάτα «ταΐζει» τη συναισθηματική πείνα
Όταν αναφερόμαστε στην βιολογική πείνα εννοούμε το αίσθημα της πείνας που καταφθάνει όταν πεινάμε, πραγματικά. Δηλαδή όταν η γλυκόζη του αίματος πέφτει κάτω από τα φυσιολογικά επίπεδα και το σώμα “δίνει σήμα” στον εγκέφαλο ότι χρειάζεται ενέργεια. Κάτω από φυσιολογικές συνθήκες πείνας, ο άνθρωπος τρώει μια κανονική μερίδα φαγητού ακριβώς για να καλύψει την πείνα του και να δώσει στον οργανισμό του την ενέργεια που χρειάζεται. Η βιολογική πείνα δεν έχει να κάνει με την κατανάλωση συγκεκριμένων τροφίμων, όπως είναι τα γλυκά ή το junk food.
Η συναισθηματική πείνα από την άλλη, αναφέρεται στην κατάσταση εκείνη κατά την οποία η τροφή λαμβάνεται για την κάλυψη συναισθηματικών αναγκών που δεν καλύπτονται με άλλους τρόπους. Μια συγκεκριμένη συναισθηματική κατάσταση όπως η μοναξιά, η βαρεμάρα, η ντροπή, η θλίψη προκαλούν την αναζήτηση και λήψη τροφής και δεν σχετίζεται με το πραγματικό αίσθημα της πείνας. Μόλις κάποιος δεν νιώθει κανείς καλά, αναζητά άμεσα το φαγητό και συνήθως στρέφεται σε τροφές με υψηλή θερμιδική αξία, πλούσιες σε λίπος ή ζάχαρη και στο junk food. Οι τροφές αυτές δεν επιλέγονται τυχαία όταν είμαστε σε συναισθηματική ανισορροπία.
«Η σύνδεση ενός γλυκού ή ενός αγαπημένου φαγητού με την κάλυψη ενός συναισθηματικού κενού στην ενήλική ζωή σου εντυπώθηκε ασυνείδητα στο μυαλό σου όταν μετά από μια καλή πράξη ως παιδί η μητέρα σου σε επιβράβευε με ένα παγωτό ή με ένα «junior» από τα Goody’s. Έτσι, όταν ως ενήλική φοιτήτρια κόπηκες σε ένα μάθημα στη σχολή σου, αμέσως κάλυψες την αποτυχία σου με μια ολόκληρη τούρτα. Επίσης, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι τα περισσότερα τρόφιμα που δεν μπορούμε να σταματήσουμε να καταναλώνουμε ενεργοποιούν παραπάνω από μια αισθήσεις και επηρεάζουν άμεσα ορισμένες ορμόνες του εγκεφάλου. Η σοκολάτα είναι πλούσια σε υδατάνθρακες με τη μορφή της ζάχαρης και «ταΐζει» κατευθείαν τον εγκέφαλο προσφέροντας του άμεσα αίσθημα ευφορίας.