Είναι τόσο σαφές να συνειδητοποιήσουμε ότι η αντικαπνιστική νομοθεσία, όπως η απαγόρευση του καπνίσματος, η νομοθεσία για τις απλές συσκευασίες καπνού και οι υπερβολικές αυξήσεις της φορολογίας, υπαγορεύονται σε εκείνους που πρέπει να τις ακολουθήσουν αντί να εκτελούνται εθελοντικά με τη συγκατάθεση των μελών της κοινωνίας. Το γενικό χαρακτηριστικό όλων των αξιόποινων νόμων, με εξαίρεση την αντικαπνιστική νομοθεσία, είναι ότι είναι προκαθορισμένος από την κοινωνική αλληλεπίδραση και τον έλεγχο και συμφωνείται από την κοινωνία πριν από τη θέσπισή του και η επιβολή του πραγματοποιείται υπό κοινωνική βούληση και συναίνεση.
Ωστόσο, η αντικαπνιστική νομοθεσία δεν έχει προ-εγκριθεί από την κοινωνία ούτε έχει ψηφιστεί με τη συναίνεση των μελών της και εξαρτάται από το κράτος αντί να εξαρτάται από την κοινωνία για να υπάρξει και είναι θέμα ανταλλαγής τιμωρίας και επιβολής της αντί να εφαρμόζεται η λογική με λογική συνέπεια. Με μια λέξη, η αντικαπνιστική νομοθεσία, όπως και η απαγόρευση του καπνίσματος, υπαγορεύτηκε στο κοινό και στην κοινωνία από το κράτος.
Παράλληλα με τον αντικαπνιστικό νόμο όμως, ένα άλλο παράδειγμα υπαγόρευσης των νόμων στους πολίτες αποτελεί το λιώσιμο των δραχμών και την αντικατάστασή τους με τα Ευρώ που ορίζονται από την νομοθεσία ως το εθνικό νόμισμα της Ελλάδας, μια δήλωση που είναι κατάφωρα και εμφανώς από τον καθένα ψευδής μια που το Ευρώ δεν αποτελεί το εθνικό νόμισμα καμίας χώρας αλλά ένα διασυνοριακό και πανευρωπαϊκό νόμισμα που κυκλοφορεί και έξω από την Ελλάδα.
Είναι παραπλανητικό να εμπιστευόμαστε ότι ο Κώστας Σημίτης εκπροσώπησε τον λαό κατά την απόφασή του της κυκλοφορίας του Ευρώ στην Ελλάδα που πάρθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και όχι από τον ίδιο, αυτό θα είχε γίνει εάν δεν την αποδεχόταν γιατί η πρόταση της Ε.Ε. να υιοθετηθεί το Ευρώ προήλθε από το εξωτερικό της χώρας. Ενώ η κυκλοφορία του Ευρώ στην Ελληνική αγορά αλλά και σε κάθε άλλη Ευρωπαϊκή αγορά υπαγορεύεται δικτατορικά στους πολίτες χωρίς την εκπροσώπησή τους από την Ε.Ε. που το αποφάσισε αλλά εξαρτάται από την απόφαση και τις ενέργειες αρκούντος του ενός μόνο ατόμου. Η δε Ε.Ε. όπως και κάθε άλλος διεθνής οργανισμός δεν διαθέτει δια νόμου το δικαίωμα άσκησης πολιτικής εξουσίας.
Είναι προφανές ότι η υπαγόρευση εκτελείται από εκείνους που ονομάζονται δικτάτορες. Δεν έχει νόημα να προσποιούμαστε ότι έχουμε δημοκρατία και να προσπαθούμε να εκτιμήσουμε την ελεύθερη και φιλελεύθερη εποχή στην οποία ζούμε, όταν την ίδια χρονική στιγμή υπαγορεύονται στον πληθυσμό εκτελεστές οδηγίες ταυτόχρονα, εκτός από την ίδια στιγμή της πρακτικής της εφαρμογής, όπως αυτή που ακολούθησε το δημοψήφισμα για το Brexit. Και φυσικά, όταν υπαγορεύονται αυτές οι οδηγίες, αυτό γίνεται από δικτάτορες υπό την ευρύτερη αναγνώριση της γλώσσας (στα αγγλικά από τα λατινικά, dictate = υπαγορεύω , dictator = δικτάτορας), είτε ο δικτάτορας είναι ο πρωθυπουργός είτε ο υπουργός Υγείας, είτε ακόμα και το πρόσωπο που γράφει το νόμο, όχι απαραίτητα εκείνοι που καλούνται να ψηφίσουν για τη νομοθεσία που τους πρότεινε η κυβέρνηση η οποία εκμεταλλεύτηκε την ύπαρξή τους.
Είναι κοινός τόπος για δικτάτορες, όπως οι νομοθέτες κατά του καπνίσματος και άλλοι υπουργοί της κυβέρνησης, να εκμεταλλεύονται την ύπαρξη του κοινοβουλίου για να το ψηφίσουν για νομοθεσία που επέλεξαν οι ίδιοι, όπως η απαγόρευση του καπνίσματος ή η απλή συσκευασία καπνού, ενώ γράφουν άσχετα πράγματα στο νόμο, όπως η υπαγόρευση άμεσων οδηγιών χωρίς προτεραιότητα έναντι της ψευδούς επιβολής και εκτέλεσής τους. Μερικά από τα χειρότερα κατορθώματά τους είναι η υποτιθέμενη εισαγωγή απλής συσκευασίας καπνού και οι υπερβολικές αυξήσεις φόρων ως αποφάσεις που εκτελούνται από υπουργούς και δημόσιες απαγορεύσεις καπνίσματος. Μερικές από τις χειρότερες επεκτάσεις τους περιλαμβάνουν απαγορεύσεις γεύσης ατμίσματος και απαγόρευση πραγμάτων αντί να τα εφεύρουν. Απαγόρευση των τσιγάρων με μενθόλη αντί να τα εφεύρουν, απαγόρευση του ατμίσματος στην Αυστραλία αντί της εφεύρεσής του, που συνέβη στην κοντινή της σε συσχετισμό Κίνα το 2003, απαγόρευση της πώλησης τσιγάρων στη Νέα Ζηλανδία (με την ετήσια και σταδιακή προσαύξηση του κατώτατου ορίου ηλικίας για την αγορά) αντί να τα εφεύρουν, όπως συνέβη στην αρχαιότητα στην Αμερική και ούτω καθεξής.
Ωστόσο, είναι χρήσιμο να θυμόμαστε ότι όλα αυτά υπαγορεύτηκαν και δεν αποφασίστηκαν από τα υπόλοιπα, αλλά αποφασίστηκαν από την ελάχιστη απαίτηση ενός ατόμου να καταχραστεί την εξουσία του πάνω σ’ όλα τα υπόλοιπα, και το χειρότερο, στρέφοντας την κατάχρηση αυτής της εξουσίας εναντίον εκείνων που της εμπιστεύτηκαν την ψήφο τους, η οποία είναι ένα άλλο διαβόητο χαρακτηριστικό κοινότοπο δικτατόρων και δικτατοριών όπως το αντικαπνιστικό καθεστώς του Λονδίνου ή αυτό που βρίσκεται στην Αυστραλία.