Η Καθαρά Δευτέρα ονομάστηκε από τους Ποντίους Σαχτοδευτέρα γιατί οι νοικοκυρές έβραζαν σε ένα καζάνι νερό με στάχτη (αλισίβα) για να πλύνουν καλά και να γυαλίσουν όλα τα μεταλλικά και ξύλινα αντικείμενα. Ύστερα τα έξυναν με αιχμηρά εργαλεία για να εξαφανιστεί κάθε ίχνος λίπους που ενδεχομένως είχε εισχωρήσει στο ξύλο. Αυτό γινόταν για να μην αναμιχθούν τα φαγητά της νηστείας με τα υπολείμματα προηγούμενων ζωικών τροφών.
Κουκαράς: Ο συμβολικός φρουρός και χρονοδείκτης της Σαρακοστής
Ένα άλλο ποντιακό έθιμο για τη διαφύλαξη της νηστείας ήταν ο «κουκαράς». Ήταν μια επινόηση των ευρηματικών Πόντιων μανάδων, για να μπορούν να φοβίζουν τα παιδιά τους ώστε να μην υποκύπτουν σε γευστικές ατασθαλίες και να συνεχίζουν να κρατούν τη νηστεία μέχρι το Πάσχα.
Ο κουκαράς αποτελούνταν από ένα μεγάλο κρεμμύδι (ή πατάτα), πάνω στο οποίο κάρφωναν εφτά φτερά κότας ή κόκορα. Εφτά φτερά, όσες και οι εβδομάδες της νηστείας. Αυτό το ιδιαίτερο «σκιάχτρο» το κρεμούσαν στο ταβάνι τα ξημερώματα της Καθαράς Δευτέρας, και το πρωί, όταν τα παιδιά ξυπνούσαν, το αντίκριζαν με δέος και φόβο να κρέμεται και να κουνιέται στο ταβάνι!
Η απειλή ήταν ότι αν τα παιδιά δεν συμμορφώνονταν με την τήρηση της νηστείας, θα τα έτρωγε ο κουκαράς!
Κουνιόταν και περιστρεφόταν καθώς τον φυσούσαν με τρόπο οι μητέρες, και αποτελούσε μεγάλο φόβητρο για τα μικρά παιδιά.
Μετά το τέλος κάθε εβδομάδας αφαιρούσαν από τον κουκαρά ένα φτερό, κι έτσι ήξεραν πόσες εβδομάδες απομένουν μέχρι το Πάσχα. Το Μεγάλο Σάββατο, «ξεπουπουλιασμένος» πια, ο κουκαράς αποχωρούσε για να επιστρέψει ένα χρόνο αργότερα…