Γράφει η Βίκυ Βλυσίδου
Όταν ο ήλιος σιγά-σιγά κρύβονταν πίσω από το βουνό της Άνω Πούλας και δρόσιζε όλη η φύση από την αφόρητη ζέστη της ημέρας, τότε ερχόταν η ώρα της ρούγας.
Η ρούγα συνήθως βρισκόταν σε κεντρικά σημεία του χωριού και αποτελούσε το απογευματινό συναπάντημα των χωριανών.Κατάκοποι από τις δουλειές της ημέρας, άλλος στο όργωμα, άλλος στο κλάδεμα και οι γυναίκες από τις δουλειές του σπιτιού ή και στα χωράφια ακόμα ,όλοι μαζί μαζεύονταν στη θρυλική ρούγα για να ξαποστάσουν και να ξεφύγουν από όλα αυτά.
Η ρούγα ήταν ένας αυτοσχέδιος μεγάλος μακρύς πάγκος κτισμένος από πέτρες, με ύψος περίπου 50-60 πόντων, ίσα για να μπορείς να κάτσεις δηλαδή.Ήταν κτισμένες σε τοίχους από πύργους που κοιτούσαν το δρόμο και το μάκρος τους αν και διαφέρει από ρούγα σε ρούγα ήταν περίπου στα 2 μέτρα ή και 3 αναλόγως τις ανάγκες ώστε να χωρούν όλοι.
Οι γυναίκες με ένα πλεκτό στο χέρι και απαραιτήτως τσεμπέρι στο κεφάλι, και οι άντρες με εκείνα τα φαρδιά ψάθινα καπέλα που δεν τα έβγαζαν παρά μόνο στον ύπνο , όλοι μαζί ξεκινούσαν τις ιστορίες. Στη ρούγα όλοι είχαν άποψη, γραμματιζούμενοι οι μη. Γίνονταν όλοι πρωθυπουργοί, αφέντες, πολεμιστές και ότι άλλο πάει ο νους.
Στη ρούγα μαζεύονταν και οι κυνηγοί και αράδιαζαν ότι ψέμα τους κατέβαινε για το κυνήγι της ημέρας.
Χαρακτηριστικά, θυμάμαι από παιδί, όταν το κυνήγι πήγαινε καλά, οι γυναίκες για να κάνουν επίδειξη στο χωριό, ορμώμενες φυσικά από τους άντρες τους κυνηγούς, μαδούσαν τα πουλιά στη θρυλική ρούγα. Έτσι όλο το χωριό έβλεπε την επιτυχία των αντρών τους στο κυνήγι, και έτσι δεν αμφισβητούσε κανείς τις ικανότητες τους.
Ελλείψει καφενείων στα περισσότερα μικρά χωριά της Μάνης , η ρούγα ήταν αυτή που τα αντικαθιστούσε. Πολλές φορές παραμέριζε ο ένας τον άλλον και ακουμπούσε επάνω στο τσιμεντένιο επίστρωμα τον καφέ και το νερό του.Όποιος περνούσε είτε με αυτοκίνητο , είτε με τα πόδια μπροστά από τη ρούγα, φεύγοντας, γίνονταν για πολύ ώρα αντικείμενο σχολιασμού. Ποιός ήταν, τι φορούσε, τι δουλειά κάνει και άλλα τέτοια κωμικά.