Από το 2004 στην Ιρλανδία και από το 2008 στο Ηνωμένο Βασίλειο – με τον νόμο του 2006 για τους χώρους χωρίς καπνό που πέρασε από το Βρετανικό κοινοβούλιο το 2007 – από το 2012 στην Ελλάδα με τον αντικαπνιστικό νόμο του Δημήτρη Αβραμόπουλου και από άλλες ή μεταγενέστερες ημερομηνίες σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο, το κάπνισμα σε δημόσιους χώρους έχει απαγορευτεί από τον νόμο και το κάπνισμα υπό σκέπη έχει κηρυχθεί παράνομο, επισύροντας μεγάλο πρόστιμο σαν να ισοδυναμεί με οδήγηση προσπερνώτνας τον κόκκινο σηματοδότη.
Προκειμένου να τιμωρηθεί οικονομικά το κάπνισμα σε εσωτερικούς χώρους, το οποίο είναι η ίδια πράξη από το ίδιο άτομο σε διαφορετικό χώρο, ο νόμος ψευδώς αξιώνει ότι πρόκειται για αδίκημα, ενώ το κάπνισμα οπουδήποτε χωρίς φυσικά εμπόδια δεν έχει συνέπειες, δεν διεκδικεί θύμα και δεν επικαλείται την ενοχή του ατόμου που το κάνει. Αυτό αποδεικνύει σε αντίθεση με τον ισχυρισμό του αντικαπνιστικού νόμου Αβραμόπουλου ότι το κάπνισμα υπό σκέπη δεν είναι αδίκημα, αλλά φυσικό δικαίωμα κάθε ατόμου. Η άσκηση του ίδιου δικαιώματος τιμωρείται εσφαλμένα από το νόμο, σαν να ζούμε σε ένα καθεστώς του τρίτου κόσμου όταν βρισκόμαστε σε μια πολιτισμένη και δημοκρατική χώρα σαν την Ελλάδα.
Έχει γίνει το κάπνισμα του νόμιμου καπνού άλλο ένα άθυτο έγκλημα του κράτους; Προφανώς ναι. Τα άθυτα εγκλήματα του κράτους προβλέπονται από την οριοθέτηση αδικημάτων από τον νόμο τα οποία δεν αποφέρουν θύματα και είναι η εμπορία και η κατανάλωση εξαιρετικά εθιστικών ουσιών από ναρκωτικών φαρμάκων, όχι το νόμιμο εμπόριο με την κατανάλωση διεγερτικών ουσιών όπως ο καπνός, ο καφές ή η σοκολάτα. Αλλά αν σκεφτεί κανείς ότι ο καπνός έχει αποδειχθεί τόσο εθιστικός όσο και η ηρωίνη, τότε μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε γιατί η κατανάλωσή του υπό σκέπη έχει απαγορευτεί και έχει κηρυχθεί αδίκημα χωρίς να αποτελεί πραγματικό ή οργανικό αδίκημα, και μάλιστα κανένα.
Μπορεί κανείς να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το έγκλειστο κάπνισμα απαγορεύτηκε με βάση την υπόθεση ότι ο καπνός είναι ένα ακόμα ναρκωτικό όπως εκείνα των οποίων η κατανάλωση απαγορεύεται, και ότι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το κάπνισμα σε εσωτερικούς χώρους έχει κηρυχθεί παράνομο και τιμωρείται με μεγάλα πρόστιμα, ακόμη και με φυλάκιση – ολίγων μηνών – στην περίπτωση της Νότιας Αφρικής.
Πράγματι, Άγγλοι πολιτικοί στις δηλώσεις τους και κατά τη διάρκεια των κοινοβουλευτικών τους συζητήσεων δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στην εθιστική φύση του καπνού και στο επίπεδο επιρροής του, περιγράφοντάς τον ως οδηγό στην έλλειψη αυτενέργειας, ακόμη και στην έλλειψη ελευθερίας και ανεξαρτησίας. Φαίνεται όμως ότι ζούμε σε έναν όλο και πιο ανελεύθερο κόσμο, όπου το νόμιμο κάπνισμα τσιγάρων της αγοράς κατέληξε να αντιμετωπίζεται ως κατάχρηση ουσιών, όταν αυτή η ουσία είναι καπνός, επειδή αντιμετωπίζεται με τον ίδιο τρόπο μέσω του ισχύοντος νόμου, τιμωρώντας την ίδια αθώα πράξη με την τιμωρία του νόμου που ισχύει για πράξεις που επιστρέφουν συνέπειες και θύματα σαν να οδηγείς προσπερνώντας με κόκκινο.
Αυτό είναι προφανώς το κράτος που κηρύσσει το κάπνισμα του νόμιμου καπνού ως άθυτο έγκλημα και τιμωρεί τη χρήση του σε εσωτερικούς χώρους, όπως έχει κάνει με την εμπορία και κατανάλωση των ναρκωτικών, επειδή ο καπνός είναι εθιστικός και η επαναλαμβανόμενη χρήση του οδηγεί σε καρκίνο και έχει αποδειχθεί ότι είναι τόσο εθιστικός όσο μπορεί να είναι η ηρωίνη. Αν και ο καπνός δεν είναι ναρκωτικό φάρμακο, μπορεί να είναι εξίσου εθιστικός, γι’ αυτό και η χρήση του σε εσωτερικούς χώρους έχει μετατραπεί σε άλλο ένα άθυτο έγκλημα του κράτους. Έτσι, μια εικασία ή πιθανότητες θα ήταν ότι πρέπει τώρα ως κοινωνία να περάσουμε και να ζήσουμε από αυτή την κατάσταση.