Η ελευθερία του ενός σταματάει εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου. Αυτή αποτελεί την βασική αρχή που διέπει το περιεχόμενο της νομοθεσίας και επιβάλει την ανάγκη της οριοθέτησής της από το κράτος και την κοινωνία. Αυτό δεν συμπεριλαμβάνει το κάπνισμα το οποίο μπορεί να γίνει από έναν άνθρωπο μόνο του κατοικώντας εν δυνάμει τον κόσμο μόνος του χωρίς να αφορά και να απασχολεί τον διπλανό του με την πράξη του καπνίσματος της προσάναψης ενός τσιγάρου. Το κάπνισμα του ενός είναι ήδη σταματημένο εκεί που βρίσκεται το κάπνισμα του διπλανού του και δεν τους εμπλέκει.
Η ελευθερία του συνανθρώπου μας αφορώντας τον περιορισμό της αρχίζει με την δική του εμπλοκή από τις δικές μας πράξεις. Τα κοινότυπα εγκλήματα των οποίων η ύπαρξη προβλέπεται από τον νόμο συντελούνται από την αντίδραση άνω του ενός ατόμου όπως η επιθετικότητα και η κλοπή όμως όχι και το κάπνισμα που δεν αποτελεί ατόπημα ούτε έγκλημα. Η ατμόσφαιρα που υπάρχει και όπου αιωρείται ο καπνός δεν αποτελεί μέρος των διαπροσωπικών σχέσεων που διέπουν την νομοθεσία που αποφάσισε αρκούντος του ενός μόνο ατόμου να υπαγορέψει την τιμωρία της άσκησης του δικαιώματος καθενός να καπνίσει είτε μέσα είτε έξω αν το κάνει μέσα.
Ο διασυρμός του ρόλου του κράτους και η κατάντια των περισσότερων κρατών να τιμωρείται η άσκηση του δικαιώματος που έχει κανείς με πρόστιμο από τον νόμο υπαγορεύτηκε και χωρίς να αποτέλεσε πρόοδο αλλά οπισθοδρόμηση χρήζει της άμεσης κατάργησής της και της αποκατάστασης της ελευθερίας των πολιτών και της τήρησης των δικαιωμάτων τους από τον νόμο.
Το κοινοβούλιο που χρησιμοποιήθηκε για την υπερψήφιση των αδιαπραγμάτευτων εντολών λόγω της υπαγόρευσής τους αδυνατεί να εκπροσωπήσει τον λαό τοιουτοτρόπως ενώ η πλειοψηφία του δεν ταυτίζεται με την πλειοψηφία του λαού. Εφόσον το κάπνισμα στέκει από αυτοδύναμο οι βουλευτές αποφάσισαν αυτό που αποφασίστηκε με πυξίδα τον εαυτό τους. Η ψηφοφορία με αυτό το θέμα ισοδυναμεί με δημοσκόπηση με δείγμα τους ίδιους. Η αντικαπνιστική εκστρατεία που επικαλείται την δημοκρατία για την επίτευξη των στόχων της ενώπιον της αδυναμίας των πολιτών να αντιδράσουν στην αποστέρηση της ελευθερίας τους, ένα κίνημα που διέπεται από αντίληψη παλαιών αρχών ως τέτοιο είναι ότι αντιτίθεται στο κάπνισμα.
Το κράτος δεν υπάρχει για να καταργεί την ελευθερία των πολιτών και να καταπατά τα δικαιώματά τους τα οποία είναι θεωρημένα ως αναφαίρετα και από τον νόμο και από την ζωή των συνανθρώπων μας. Όμως αυτό είναι που γίνεται στον μισό κόσμο και στον τρίτο κόσμο, όπου υπάρχουν και άλλα ακόμα απολυταρχικά καθεστώτα όπως για παράδειγμα Ισλαμικές δημοκρατίες και κομμουνιστικά καθεστώτα αλλά και δικτατορίες εκτός από το αστυνομικό κράτος και αντικαπνιστικό καθεστώς του Λονδίνου και το αντίστοιχο της Καμπέρας.
Οι δικτατορίες αποτελούν μια απαράδεκτη και επαίσχυντη μορφή διακυβέρνησης και πολιτεύματος βασιζόμενο στην πράξη της υπαγόρευσης των πράξεων από τον νόμο αντί για της αποκλειστικής αποτροπής τους. Το ρήμα της αγγλικής dictate σημαίνει υπαγορεύω εξ ου και ο όρος dictator σημαίνει στα αγγλικά δικτάτορας. Και αυτό ακριβώς αποτέλεσε και ο αντισυνταγματικός αντικαπνιστικός νόμος που διαβρώνει την ελευθερία και τον πολιτισμό του ανθρώπου και πτωχεύει την σκέψη του.
Το ψευδώς αιτιολογημένο πρόστιμο που εισπράττεται από το δημόσιο για να τιμωρήσει την άσκηση του δικαιώματος κανενός να καπνίσει αν το κάνει σε συνδυασμό με την πολιτισμένη του συνύπαρξη με τους συνανθρώπους του στο αστικό περιβάλλον αποτελούμενο από τα κτίσματα που συνιστούν μία πόλη και οικισμό, ληστεύεται από αυτό και από την εργασία που κατέβαλαν οι πολίτες για να το κερδίσουν.
Κάτι που κερδήθηκε δεν πρέπει να χάνεται ασκόπως. Η είσπραξη προστίμου χωρίς την αιτιολόγηση ή ψευδή αιτιολόγηση λόγου που δεν επιφέρει συνέπειες κατέχεται κλόπιμα από το δημόσιο και θα χρεωθεί σε περίπτωση που κανείς λόγου χάρη περάσει με κόκκινο φανάρι από οδηγός διακινδυνεύοντας την ζωή των συνανθρώπων του το οποίο συνιστά την ανάλογη συνέπεια εφόσον πρέπει να είναι παρούσα για να δικαιολογεί το πρόστιμο.
Η ελευθερία των πολιτών χρειάζεται να αποκατασταθεί για να τους επιστραφεί με την κατάργηση του αντισυνταγματικού και αντικαπνιστικού νόμου και η ενέργεια που δαπάνησαν όσοι καπνίζουν για να μετακινηθούν παρά του δικαιώματός τους να το πράττουν ελεύθερα να τους επιστραφεί στην ίδια αξία.
Η μόνη περίπτωση κατά την οποία κανείς έχει την αληθινή υποχρέωση να εξέλθει από της θύρας προκειμένου να ανάψει τσιγάρο υπάρχει όταν παρευρίσκονται άτομα που πάσχουν από κάτι που δεν το επιδέχεται, κάτι που δεν συμβαίνει εξακολουθητικά το οποίο μπορεί να προσυμφωνηθεί προφορικά με συνεννόηση και όχι και γραπτά από τον νόμο που έχει την ιδιότητα να τιμωρείται. Επειδή ο νόμος τιμωρεί το έγκλειστο κάπνισμα ο παραβάτης δεν διέθετε την ευθύνη για την πράξη για την οποία δεν είναι υπαίτιος. Ως αποτέλεσμα δεν είναι ούτε ένοχος για το κάπνισμα για το οποίο είναι αθώος.