Του ζητάω να μου λέει ιστορίες· ξέρεις από αυτές που μας εντυπωσιάζουν και μας προκαλούν δέος παράλληλα. Ιστορίες για πράγματα που δεν γνωρίζουμε αν έχουν συμβεί, αν και αυτό δεν μας ενδιαφέρει. Απλώς θέλουμε να μάθουμε γεγονότα – δεν μας φτάνει το παρόν. Ο πατέρας μου, πρόθυμα, μπαίνει στα άδυτα του μυαλού του και ψάχνει τις πιο ενδιαφέρουσες ιστορίες.
Κάθετε εκεί, δίπλα στο τζάκι, καπνίζοντας και δεν κουράζεται να με ακούει. Νιώθω λες και λυτρώνεται όταν του μιλάω. Χάνεται κάπου ανάμεσα στις ιστορίες του και στις ατέλειωτες παρεμβάσεις μου. Κι εγώ, ανυπόμονος, του ζητάω να μου πει όλο και περισσότερες ιστορίες. Ταξιδεύω με αυτό το περίεργο πέρασμα σε μία άλλη εποχή που ποτέ μου δεν έζησα. Βλέπω τον πατέρα μου με ένα τρόπο που ποτέ δεν είχα την ευκαιρία να δω.
Όλα αυτά μέχρι που έφυγα από το σπίτι. Πλέον ζω μόνος και όλα αυτά λείπουν από τη ζωή μου. Όταν γυρίζω στο πατρικό μου οι συζητήσεις με γεμίζουν ακόμη περισσότερο. Εκτιμώ τη συντροφιά του πατέρα μου λίγο παραπάνω. Τώρα τον ακούω ακόμα πιο προσεκτικά και πιάνομαι από τις λέξεις του. Δεν χάνω την ευκαιρία να εκδηλώνω τον ενθουσιασμό μου για κάθε μας κουβέντα.
Ο πατέρας μου είναι σπουδαίος άνθρωπος. Δε θέλω να του μοιάσω, οι μιμήσεις δεν επιφέρουν την ευτυχία, ωστόσο αναγνωρίζω την ποιότητά του. Οι άνθρωποι με ποιότητα εξαφανίζονται σταδιακά από τον κόσμο και η επιβεβαίωση ότι υπάρχουν ακόμα μου δίνει ελπίδα να προσπαθώ να τους βρω και να γίνω ένας από αυτούς. Φοβάμαι μέσα μου μήπως γίνω κάτι λιγότερο από αυτό. Κάτι λιγότερο από το πρότυπό μου.
Ο πατέρας μου δεν έπαψε να με αγαπά. Ξέχασε τα λάθη μου – λες και δεν συνέβησαν ποτέ. Δε με άφησε ποτέ μόνο, ακόμη κι αν δεν είναι κάθε στιγμή δίπλα μου. Με άφησε να τον αμφισβητήσω όταν είχε δίκιο και δέχτηκε τις κάλπικες αντιρρήσεις μου. Δε μπορώ να φανταστώ μεγαλύτερη ένδειξη ανεξάντλητης αγάπης. Φοβόταν· όλοι φοβόμαστε άλλωστε. Κι όμως καταπολέμησε πολλούς από τους φόβους του για μένα.
Ο πατέρας μου μού έμαθε να σέβομαι. Μου έμαθε ότι ο σεβασμός δε σημαίνει φόβος και πρέπει να προσέχω σε ποιον τον παρέχω. Δεν αξίζουν όλοι οι άνθρωποι τον σεβασμό μας. Ήταν εκεί όταν κανένας άλλος δε μπορούσε να είναι. Μου έμαθε να εκτιμώ τους άλλους. Να εκτιμώ την προσπάθειά τους και να μην απογοητεύομαι – διότι η ζωή επιφυλάσσει πολλές αλλαγές για όλους μας όταν δεν το περιμένουμε.
Ο πατέρας μου – όπως και η μητέρα μου – δε ζει μαζί μου πλέον και γνωρίζω ότι αυτό είναι φυσιολογικό, ωστόσο ενίοτε μου λείπει τόσο έντονα. Μου λείπουν οι βραδινές συζητήσεις μας με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι. Μου λείπουν οι βόλτες μας και οι καφέδες που πίναμε μαζί τα πρωινά του καλοκαιριού. Τα αστεία μας και οι ταινίες που βλέπαμε παρέα.
Πλέον έχω καταλάβει ότι ο πατέρας μου ήταν πάντοτε εκεί για μένα – δε με απογοήτευσε ποτέ. Θα περιμένω να έρθουν οι μέρες που θα ξαναζήσω για λίγο τις βραδινές εξορμήσεις μας και τους ανόητους τσακωμούς μας. Ξέρω ότι κι εκείνος θα με περιμένει. Ξέρω ότι δε θα με απογοητεύσει ποτέ.