Τις τελευταίες ημέρες, έχει κάνει το γύρο του διαδικτύου δημοσίευμα με τίτλο “Απόφαση βόμβα του Πρωτοδικείου Αθηνών: Κανείς δανειολήπτης δεν οφείλει τίποτα”. Από την πρώτη κιόλας ανάγνωση, οποιοσδήποτε νομικός αντιλαμβάνεται ότι κάτι δεν πάει καλά, ότι όσα γράφονται δεν μπορούν να είναι αληθή, οπότε μπαίνει, όπως μπήκα κι εγώ, στη διαδικασία αναζήτησης και ανάγνωσης της περιβόητης απόφασης. Πρόκειται για τη με αριθμό 2343/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία ακυρώνει διαταγή πληρωμής που είχε εκδώσει Τράπεζα εναντίον δανειολήπτριας επιχείρησης. Πέραν της αναγνώρισης από το Δικαστήριο μίας πολύ συγκεκριμένης και μεμονωμένης στάσης της Τράπεζας έναντι του δανειολήπτη – οφειλέτη ως καταχρηστικής και της ανάδειξής της ως αιτία της αδυναμίας πληρωμής στην οποία περιήλθε ο οφειλέτης, ουδέν από όσα καταπληκτικά αναγράφονται στο περί ου ο λόγος δημοσίευμα συνδέεται με τη συγκεκριμένη απόφαση.
Το θέμα, όμως, δεν είναι μόνο να αποσαφηνιστεί το τι τελικά αποφαίνεται το Δικαστήριο και αν και πως μπορεί αυτό να επηρεάσει τους δανειολήπτες στο σύνολό τους, αλλά κυρίως ο λόγος για τον οποίο κυκλοφορεί ένα τέτοιο δημοσίευμα, με ύφος και χαρακτηρισμούς που αγγίζουν τη θριαμβολογία και με πανηγυρικές προτροπές προς τους πολίτες να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο αγωγών που υποτίθεται θα τους δικαιώσει και θα τους απαλλάξει από τα χρέη!
Επειδή, λοιπόν, δεν είναι η πρώτη φορά, το τελευταίο χρονικό διάστημα, που γίνομαι αποδέκτης πολλών ερωτημάτων και προβληματισμών ανθρώπων, οι οποίοι βομβαρδίζονται από υποσχεσιολογίες διαφόρων δήθεν εξειδικευμένων γραφείων, ακόμα και απλών εμπορικών εταιρειών υπό το μανδύα ευφάνταστων παραπλανητικών επωνυμιών (δήθεν “φορέων” και “οργανισμών”), θεωρώ υποχρέωσή μου να επισημάνω την ανάγκη επίδειξης μεγάλης προσοχής και τήρησης επιφυλακτικής στάσης απέναντι σε τέτοιου είδους “φωνές”.
Αν και είναι γνωστό ότι στη νομική επιστήμη μπορούν σχεδόν πάντα να υποστηριχθούν, εξίσου σοβαρά, διαφορετικές απόψεις και διαφορετικές ερμηνείες του ίδιου πράγματος, τις οποίες ακόμα και αν δεν συμμεριζόμαστε, οφείλουμε τουλάχιστον να σεβόμαστε, υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις, όπου τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Όταν, λοιπόν, για τη βασιμότητα διαφόρων “νομικών” απόψεων, προτάσεων και συμβουλών, επιχειρείται αναγωγή-αναφορά σε κάποια δικαστική απόφαση, νομολογία ή νόμο, με τρόπο, όμως, που διαστρεβλώνει κραυγαλέα την απόφαση ή τον νόμο αυτό, υφίσταται υποχρέωση των αρμόδιων επιστημονικών φορέων (δικηγορικών συλλόγων, δικαστικών ενώσεων κλπ) να παρέμβουν και να διαψεύσουν την εσφαλμένη ή αναληθή διάσταση που δίνεται στην αντίστοιχη απόφαση ή νόμο.
Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η επίμαχη “απόφαση-βόμβα” και τόσες άλλες που δήθεν καταργούν τον ΕΝΦΙΑ ή απαλλάσσουν με μαγικό τρόπο τον εγγυητή από τις ευθύνες του. Είναι συνηθισμένη η πρακτική επίκλησης μίας πράγματι εκδοθείσας δικαστικής απόφασης, η οποία συνήθως κρίνει και επιλύει ένα περιφερειακό νομικό ζήτημα σε σχέση με αυτό που επιχειρείται σκόπιμα να διαδοθεί ότι επιλύει και αφορά πολύ κόσμο, ο οποίος τελικά παραπλανάται και πείθεται να προσφύγει στη δικαιοσύνη, πολλές φορές έναντι αδρής αμοιβής.
Προσοχή: είναι διαφορετική η περίπτωση να κάνεις μία φιλότιμη και γενναία προσπάθεια, ακόμα και χωρίς να υπάρχει νομολογιακό προηγούμενο, να επιτύχεις κάτι τολμηρό δικαστικά (αυτή, άλλωστε, είναι η πεμπτουσία και γοητεία του επαγγέλματός μας) και διαφορετική η περίπτωση να καταθέτεις ομαδικές συνήθως αγωγές, “πατώντας” πάνω σε μία ήδη εκδοθείσα δικαστική απόφαση, τη σημασία και τις έννομες συνέπειες της οποίας έχεις διαστρεβλώσει σημαντικά. Το πρώτο είναι απολύτως θεμιτό και το δεύτερο απολύτως αθέμιτο.
Αρνητική εντύπωση δε, μου προκαλεί το γεγονός ότι οι Δικηγορικοί Σύλλογοι της χώρας καθώς και άλλοι επιστημονικοί φορείς, οι οποίοι είναι οι μόνοι αρμόδιοι και υπεύθυνοι να παρέμβουν και να αποκαταστήσουν την αλήθεια, δεν το πράττουν, επιτρέποντας και διευκολύνοντας με τη στάση τους την αναδημοσίευση και τη γιγάντωση τέτοιων αναληθών “ειδήσεων”. Έτσι, όμως, μένει απροστάτευτος και ο πολίτης, ο οποίος στερείται της απαιτούμενης γνώσης, η οποία θα του επιτρέψει να ελέγξει το αληθές ή μη μίας τέτοιας “είδησης” και ο δικηγόρος που προσπαθεί να κρατήσει μία υπεύθυνη και επιστημονικά ορθή στάση.
Δεν είναι τυχαίο ότι στο εν λόγω δημοσίευμα γίνεται λόγος για κάποια ιδιότυπη και πρωτοφανή ευθύνη των δικηγόρων (ακόμα και των δικαστών), οι οποίοι δεν θα δεχθούν να καταθέσουν τις αντίστοιχες αγωγές, η νομική βάση των οποίων αναλύεται εντελώς πρόχειρα και αόριστα, με λαϊκιστικούς όρους. Επιδιώκεται, δηλαδή, σκόπιμα και συνειδητά να διαμορφωθεί μία καχυποψία και επιφυλακτικότητα των πολιτών απέναντι σε όσους συναδέλφους δεν υιοθετούν αυτές τις απόψεις-λύσεις και υπάρχει μία τάση ταύτισής τους με το “σύστημα”, με τα “συμφέροντα των τραπεζών” κλπ.
Η τάση αυτή προφανώς είναι επικίνδυνη και συνιστά πλήγμα στην ίδια τη δικαιοσύνη. Για το λόγο αυτό, συνιστώ σε όλους όσους αντιμετωπίζουν προβλήματα νομικής φύσης, να φροντίζουν να απευθύνονται, να ενημερώνονται και να αντλούν συμβουλές και έγκυρη πληροφόρηση από επαγγελματίες επιστήμονες που πραγματικά εμπιστεύονται και όχι από φορείς, ενώσεις και οργανισμούς αμφίβολης νομικής υπόστασης, διότι, όπως αποδεικνύεται, η απελπισία και το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκονται χιλιάδες συμπολίτες μας έχει γίνει αντικείμενο οικονομικής εκμετάλλευσης.