Γράφει η Χαρά Ανδρεϊδου
Το βιβλίο του Χάρη Μαύρου “Μέχρι (τις) τέσσερις” αναφέρεται στην ερωτική σχέση τεσσάρων ανθρώπων, δυο ανδρών και δυο γυναικών, οι οποίοι δημιουργούν ένα σφιχτοδεμένο κουαρτέτο. Σκανδαλιστικά, αναμφίβολα, και ο τίτλος και το σενάριο, μπορεί να προσελκύσουν αναγνώστες που θα θελήσουν να σκύψουν και να δουν από την κλειδαρότρυπα, σαν ηδονοβλεψίες, τους ερεθιστικούς διαλόγους και τις ακόλουθες ερωτικές περιπτύξεις των τεσσάρων αυτών ανθρώπων. Ωστόσο δεν πρόκειται για ένα ακόμη ερωτικό ανάγνωσμα που οι σελίδες του γεμίζουν με αλλεπάλληλες ερωτικές, σεξουαλικές καλύτερα να πω, περιπτύξεις, με κάθε αφορμή και σε κάθε περίσταση. Δεν είναι αυτή η πρόθεση του συγγραφέα. Ο συγγραφέας θέλει, επιθυμεί, προσπαθεί, να εξερευνήσει τους βαθύτερους εσωτερικούς κόσμους τεσσάρων – κατά γενική ομολογία «δυσλειτουργικών» – ανθρώπων, προσπαθεί να σκιαγραφήσει τις προσωπικότητές τους, τους χαρακτήρες τους, να ανακαλύψει και να εκθέσει στο φως τις βαθύτερες αιτίες που τους ταλανίζουν και τους εμποδίζουν να είναι «ισορροπημένοι» ως άνθρωποι, την τεράστια ανάγκη τους να γίνουν αποδεκτοί και να αγαπηθούν πραγματικά, ισοπεδωτικά και άνευ όρων, τις αφορμές που, σαν σπίθες, τους κάνουν να «λυθούν» και να τολμήσουν να αποκαλυφθούν, τους όρους και τις συνθήκες που τους ωθούν να επιλέξουν να ανοιχτούν, να αφεθούν, να παραχωρήσουν τον εαυτό τους σ’ αυτή την παράξενη και συγχρόνως απίστευτα δυνατή και ειλικρινή σχέση που γεννιέται ανάμεσά τους, και που τη χτίζουν αυτοί οι ίδιοι, μέρα με τη μέρα, συνειδητά, με επιμονή και ενθουσιασμό, με προνοητικότητα, προφυλάσσοντας την από τα μάτια του κόσμου και τις κακές γλώσσες. Οι τέσσερις ήρωες του βιβλίου ζητούν ό,τι και όλοι μας: να αγαπήσουν και να αγαπηθούν. Ψάχνουν έναν τρόπο για να φτάσουν σ’ αυτό το εξαίσιο επίπεδο της ένωσης δυο – ή και περισσότερων, στην περίπτωσή μας – ανθρώπων. Και χρησιμοποιούν ως μέσο το κορμί τους. Το κορμί είναι η αφορμή, το κορμί είναι πάντοτε η αφορμή για να έρθουν πιο κοντά, να ενωθούν δυο διαφορετικές ψυχές.
Αυτή είναι η ιστορία του έργου. Ωστόσο η ιστορία σε ένα βιβλίο τις περισσότερες φορές δεν έχει ιδιαίτερη, πρωταρχική σημασία, είναι το άρμα που κουβαλάει το πολύτιμο φορτίο, ο καμβάς που πάνω του κεντάμε αυτό που πραγματικά θέλουμε να πούμε, την ουσία της σχέσης ανάμεσα στους ήρωες. Τα γιατί και τα πώς και τα μήπως, τα αν και τα αλλά, τα ίσως, τα πρέπει, τις υποταγές και τις επαναστάσεις, τις αρνήσεις και τις καταφάσεις, τις παραχωρήσεις, τα πισωγυρίσματα, τις ελπίδες και τις ματαιώσεις των ηρώων, όπως και όλων των ανθρώπων.
Μέσα σ’ αυτό τον αντισυμβατικό καμβά ο συγγραφέας – κι αυτό είναι ένα ιδιαίτερο προσόν του βιβλίου – αντιμετωπίζει τα πράγματα με ηρεμία και φυσικότητα, με ψυχραιμία, χωρίς φανφάρες και προσπάθειες εντυπωσιασμού. Δεν καταφεύγει σε σεναριακές ακροβασίες, δεν χρειάζεται να έρθει ο κόσμος ανάποδα για να συμβεί κάτι, όπως άλλωστε και στην πραγματική ζωή. Το σενάριο του βιβλίου είναι εύκολο. Οι ψυχολογικές ερμηνείες είναι το σημαντικό, εκεί πέφτει το βάρος του έργου, εκείνες έχουν τον πρώτο λόγο.
Σημαντικό ρόλο παίζει και ο καίριος τρόπος που χειρίζεται την ελληνική γλώσσα. Ο Χάρης Μαύρος γνωρίζει καλά την ελληνική γλώσσα, τη χειρίζεται άψογα, παίζει μαζί της, της αλλάζει πρόσωπα, την κατευθύνει. Χρησιμοποιεί μια απλή, καθημερινή γλώσσα στους διαλόγους ανάμεσα στους ήρωες, ενώ στα αφηγηματικά μέρη ξεδιπλώνει τις ικανότητές του σε ένα άλλο επίπεδο λόγου, πλούσιο, ευαίσθητο, λυρικό, λεπτολόγο, με εμμονή στις λεπτομέρειες και στις αποχρώσεις, με εύστοχες επιλογές λέξεων και φράσεων και σχημάτων λόγου.
Ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο δεξιοτεχνίας μέσα στο βιβλίο είναι ο τρόπος που διαρθρώνεται η πλοκή, ο τρόπος που μπλέκονται το παρόν με το παρελθόν, η τριτοπρόσωπη, αφηγηματική γραφή με τα εξομολογητικά κεφάλαιο σε πρώτο πρόσωπο, οι εξελίξεις στο σύνολο της ομάδας και στον κάθε ένα από τους ήρωες ξεχωριστά. Πολύ έξυπνα τεχνάσματα για να σπάει η μονοτονία της αφήγησης, για να παρουσιάζονται όλες οι πλευρές και όλες οι παράμετροι, για να μπορεί ο κάθε ήρωας να δράσει και ως μονάδα και ως μέρος ενός συνόλου, για να μπορέσει ο αναγνώστης να δει και το προσωπικό και το καθολικό. Μ’ αυτό τον τρόπο το βάρος πέφτει εξίσου και στους τέσσερις ήρωες και το έργο γίνεται πολύ πιο ενδιαφέρον, πολύ πιο βαθύ, καθώς τα ίδια δεδομένα αντιμετωπίζονται μέσα από τέσσερις διαφορετικές ματιές, διαφορετικές οπτικές γωνίες… και είναι και πιο δίκαιο, εφ’ όσον η σχέση των ηρώων είναι μια σχέση απόλυτης εξάρτησης και ισοτιμίας.
Όλα όσα ανέφερα παραπάνω είναι ουσιαστικά στοιχεία της γραφής αυτού του βιβλίου που βοηθούν, οδηγούν τον αναγνώστη να μπει, να διεισδύσει ουσιαστικά μέσα στους κόσμους των ηρώων, τους εσωτερικούς και τους εξωτερικούς, κι έτσι να τους κατανοήσει, να τους καταλάβει. Να κατανοήσει, όχι απαραίτητα να αποδεχθεί ή να συνταχθεί με τον συγκεκριμένο αυτό τρόπο, με το συγκεκριμένο αυτό μοντέλο σχέσης, ζωής. Δεν είναι απαραίτητο ο αναγνώστης να ταυτιστεί με έναν ήρωα του βιβλίου. Αλλά ούτε και να ταυτίσει τον συγγραφέα με έναν ήρωα του βιβλίου που έγραψε. Απλώς να ταξιδέψει μαζί του. Εξάλλου αυτός είναι και ο λόγος ύπαρξης ενός λογοτεχνικού κειμένου, πέρα από το απαραίτητο – αλλά δυστυχώς όχι αυτονόητο – ταξίδι μέσα στις λέξεις και τις φράσεις: να μας βγάζει από τους τόπους μας και από τους τρόπους μας, να μας οδηγεί σε ένα ταξίδι μέσα στις θάλασσες και στις στεριές μας, ώσπου να ανακαλύψουμε νέες ακτές για να προσαράξουμε.