Γράφει η Χαρά Ανδρεΐδου
Συγγραφέας
Το βιβλίο αυτό έχει πολλές αρετές: ρέουσα γραφή, βαθιά και ευαίσθητη ανάλυση των χαρακτήρων, πλούσια και καίρια χρήση της ελληνικής γλώσσας, κομψότητα στη γραφή, συνεχή αναμόχλευση καθολικών ερωτημάτων που μας βασανίζουν όλους, φράσεις συμπυκνωμένης σοφίας που ανακουφίζουν τις αγωνίες μας, και πολλές, πολλές ακόμη. Άλλες τις φανερώνει στον αναγνώστη με την πρώτη ματιά, με την πρώτη ανάγνωση, κι άλλες είναι κρυμμένες λίγο πιο βαθιά, έτσι ώστε να πρέπει να ψάξεις, να εμβαθύνεις στο κείμενο για να τις βρεις, να τις ανακαλύψεις, να τις αποκαλύψεις. Και οι μεν και οι δε είναι σημαντικές, καμιά δεν υπολείπεται της άλλης.
Στις αρετές που αποκαλύπτονται με την πρώτη ανάγνωση θα συμπεριλάβω την πλούσια και σωστή χρήση της ελληνικής γλώσσας, τη χαρισματική ικανότητα περιγραφής τοπίων και τη διάχυτη ατμόσφαιρα κομψότητας και λεπτότητας με την οποία είναι εμποτισμένο κυριολεκτικά όλο το κείμενο.
Η Τζένη Μανάκη γνωρίζει πολύ καλά την ελληνική γλώσσα, τον πλούτο της, τις άπειρες δυνατότητές της, τις εναλλακτικές που προσφέρει. Τα γνωρίζει όλα αυτά και τα χειρίζεται με σιγουριά και άνεση. Και όχι μόνο αυτό. Δεν γράφει απλώς ένα κείμενο σε σωστά ελληνικά αλλά γράφει ένα λογοτεχνικό κείμενο. Προσδίδει άλλη χροιά και άλλο νόημα στις λέξεις, πέρα από τη γνωστή και συνηθισμένη και έτσι δημιουργεί φράσεις μεγάλης ομορφιάς και ακρίβειας και πιστότητας. Για παράδειγμα γράφει για τη μουσική που πληγώνει γλυκά τη σιωπή, για τις ρυτίδες που έγιναν φαράγγια, για το χάδι που χάνει μέρα με τη μέρα τη θερμοκρασία του. Χαρίσματα αναμφίβολα ενός λογοτεχνικού κειμένου.
Στο βιβλίο διακρίνεται επίσης από την αρχή το χάρισμα που έχει η συγγραφέας στην περιγραφή του τοπίου. Όχι μόνο για το φυσικό τοπίο, αλλά και για το αρχιτεκτονικό και επίσης και τους εσωτερικούς χώρους. Οι περιγραφές της έχουν μια ενάργεια και μια δύναμη που σε παρασέρνει, νομίζεις ότι βρίσκεσαι μαζί της μέσα σ’ εκείνους τους πολλούς και πολύ διαφορετικούς χώρους και τόπους και περιδιαβαίνεις. Ταξιδεύεις. Κι αυτή είναι μια λειτουργία του βιβλίου, του κάθε βιβλίου, πολύ σημαντική, ουσιαστική θα έλεγα. Να μπορεί να ταξιδεύει τους αναγνώστες του πέρα και μακριά από τις ζωές τους, από τους κόσμους τους, να τους μπάζει σε άλλους κόσμους, να τους δείχνει άλλους τρόπους. Η Τζένη Μανάκη, με τις υπέροχες περιγραφές της, και με το εφόδιο φυσικά ότι γνωρίζει καλά όλα αυτά τα τοπία και τους χώρους, το κατορθώνει αυτό. Μας ταξιδεύει.
Ένα άλλο, ιδιαίτερα χαρακτηριστικό και πολύ προφανές στοιχείο της γραφής αυτού του βιβλίου είναι η κομψότητα. Η κομψότητα της σκέψης, της γραφής, της ανάλυσης, της αντιμετώπισης του κόσμου, των άλλων, του εαυτού. Ο κόσμος του βιβλίου είναι ένας κόσμος με όμορφους ανθρώπους, όμορφους τόπους, όμορφες σχέσεις, όμορφα συναισθήματα. Οι ήρωες του βιβλίου είναι εκλεπτυσμένοι, καλλιεργημένοι άνθρωποι, ακόμη και στις πιο δύσκολες, στις πιο τραγικές στιγμές τους, όταν όλος ο κόσμος τους καταρρέει. Καταρρέουν κι αυτοί, με αξιοπρέπεια, κρυφά, μέσα τους.
Κι αυτό μας πηγαίνει στο δεύτερο σκέλος, στις άλλες αρετές του έργου, αυτές που πρέπει να ψάξεις λίγο πιο βαθιά για να τις βρεις. Όλο το βιβλίο το διαπερνά η αναζήτηση της αλήθειας. Της προσωπικής αλήθειας, της καθολικής αλήθειας, της περιστασιακής και της διαχρονικής αλήθειας. Σε όλο το κείμενο βρίσκουμε αλλεπάλληλα αγωνιώδη ερωτήματα για όλα τα μεγάλα, τα μείζονα θέματα που αντιμετωπίζουμε ως άνθρωποι: το δικαίωμα στην αναζήτηση της προσωπικής ευτυχίας, τις υποχρεώσεις και τις δεσμεύσεις απέναντι στους άλλους, τις επενδύσεις και τις απογοητεύσεις μας, το φόβο μας μπροστά στη φθορά του χρόνου, την αυθυποβολή και την παράδοση στις βαθύτερες ανάγκες μας, τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε, χαριζόμαστε ή δεν χαριζόμαστε στον ίδιο μας τον εαυτό. Βασανιστικά ερωτήματα, όπως το γιατί δεν διδάσκεται η εμπειρία, πόσο διαφέρει το «προσωπικό» από τη γενική θεώρηση των πραγμάτων, πόσο καταστροφική μπορεί να είναι η αλήθεια, πόσο σωτήρια η ελπίδα.
Οι χαρακτήρες της ιστορίας βρίσκονται σε ένα συνεχή εσωτερικό πόλεμο. Οι άπειρες εκδοχές της πραγματικότητας, των δεδομένων, οι άπειρες ερμηνείες, οι άπειρες εξηγήσεις παλεύουν συνεχώς μέσα τους καθώς προσπαθούν να φτάσουν στην κατανόηση, στη γνώση, στην αποδοχή, και του εαυτού τους και των ανθρώπων με τους οποίους εμπλέκονται με κάποιο τρόπο. Και όσο επίπονη κι αν είναι αυτή η προσπάθεια, συνεχίζουν να την κάνουν με πείσμα και συνέπεια. Και για το λόγο αυτό είναι αξιοθαύμαστοι.
Μέσα σ’ αυτόν τον καμβά εξελίσσονται οι σχέσεις των ηρώων, μέσα από αυτή τη συνεχή διαδικασία κριτικής και αυτοκριτικής και συνεχούς αναμόχλευσης, μέσα από αυτή τη συνεχή και επίπονη προσπάθεια κατανόησης όλων των παραμέτρων, και, πολύ σημαντικό, μέσα από τη συνειδητή απεμπόληση των αρνητικών συναισθημάτων που ρουφούν την ενέργειά μας και ασχημαίνουν τη ζωή μας. Έχοντας πολύτιμο συνοδοιπόρο τη φιλία, που αναδεικνύεται σε υπέρτατη σταθερή αξία στη ζωή των ηρώων, παρήγορη, ανακουφιστική, ελπιδοφόρα, οι σχέσεις των ηρώων τελικά μεταλλάσσονται και εξελίσσονται σε κάτι όμορφο. Διαφορετικό από πριν, αλλά ωστόσο όμορφο. Και είναι πολύ σημαντικό ότι όλοι οι χαρακτήρες μέσα στο βιβλίο εξελίσσονται, είναι σημαντικό ότι προχωρούν, ότι δεν μένουν προσκολλημένοι στο παρελθόν και στα δεδομένα του παρελθόντος, ότι έχουν το κουράγιο και τη δύναμη να γυρνούν πίσω για να μπορέσουν να προχωρήσουν μπροστά. Είναι σημαντικό ότι τελικά συμφιλιώνονται με τη ζωή, αφήνοντας για το τέλος ένα ελπιδοφόρο μήνυμα..
Για το τέλος θα αφήσω κι εγώ ένα ελπιδοφόρο μήνυμα, με ένα στίχο από το υπέροχο ποίημα του Μπόρχες «Μαθαίνεις», με το οποίο ανοίγει και η συγγραφέας τα κεφάλαια του βιβλίου της. Με τον υπέροχο στίχο «και μαθαίνεις ότι στ’ αλήθεια μπορείς ν’ αντέξεις». Μέσα από το βιβλίο της Τζένης Μανάκη λοιπόν μαθαίνουμε «ότι στ’ αλήθεια μπορούμε ν’ αντέξουμε» και θα προσθέσω ακόμη ένα στίχο από το ίδιο ποίημα, ότι η Τζένη μας μαθαίνει αυτή την τεράστια αλήθεια «με τη χάρη μιας γυναίκας κι όχι με τη θλίψη ενός παιδιού».