Γράφει η Μαρία Φραγκάκη*
Νιώθω μεγάλη θλίψη που αυτή τη στιγμή γράφω και ένα κομμάτι μέσα μου φοβάται. Όμως θα κλέψω λίγο από το θάρρος της Τες Άσπλουντ, της μαύρης ακτιβίστριας που σήκωσε τη γροθιά της σε παρέλαση νεοναζί στη Σουηδία και έδειξε σε όλους ότι η θέλησή μας για αλλαγή οφείλει να ξεπερνάει το φόβο μας.
Εκείνη την περίοδο θυμάμαι, το σχεδόν 7% του ακροδεξιού κόμματος, είχε χαρακτηριστεί από πολλούς ψήφος διαμαρτυρίας και λιγότερο ιδεολογική πράξη. Όμως, βγαίνοντας απ’ έξω από τις πολιτικές συζητήσεις και τις θεωρίες, το αποτέλεσμα ήταν μία ισχυρή νεοναζιστική ομάδα στα έδρανα της Βουλής.
Μπαίνω στον πειρασμό να μιλήσω για την πολιτική ταυτότητα αυτής της ομάδας, όμως θα επικεντρωθώ στο εξαιρετικά φανατισμένο κοινό της. Άνθρωποι γεμάτοι μίσος και θυμό, εξουσιοδοτημένοι πλέον από την ίδια την κοινωνία, να κυκλοφορούν χωρίς καμία ντροπή και να ασκούν αυτή την εξουσία με όποιο τρόπο πιστεύουν ότι είναι σωστός.
Αυτός ο τρόπος (θα μιλήσω για περιστατικά που έχω ζήσει στα Χανιά) μπορεί να είναι μία φωτιά στο στέκι μεταναστών, ένας ξυλοδαρμός ενός φοιτητή του Πολυτεχνείου, η χάραξη ενός αγκυλωτού σταυρού στο μέτωπο μίας δασκάλας, ο προσηλυτισμός παιδιών γυμνασίου την ώρα των διαλλειμάτων, το μαχαίρωμα ενός αναρχικού στην πλατεία της Αγοράς, απειλητικά μηνύματα παντός τύπου και η λίστα συνεχίζεται.
Κατά τη γνώμη μου, ο φανατισμός είναι αυτός που μετατρέπει την ημιμάθεια σε καθολική γνώση, με αποτέλεσμα να θολώνει το μυαλό σε μία και μοναδική εικόνα. Αυτή τουλάχιστον είναι η δική μου σκέψη σχετικά με την επιχειρηματολογία αυτών των ανθρώπων, η οποία βέβαια ξεκινάει από την οικογένεια και μεγαλώνει με την αδιαφορία των εκπαιδευτικών που αναγνωρίζουν τα σημάδια.
Επίσης, σύμφωνα με τον Νίτσε: «Ο φανατισμός είναι η μόνη μορφή θέλησης που μπορεί να διαπνέει τους αδύναμους και τους ντροπαλούς.», πράγμα που επιβεβαιώνουμε μετά από οποιαδήποτε λεκτική αντιπαράθεση έχουμε με έναν τέτοιο άνθρωπο. Εσωτερικές ανασφάλειες, οι οποίες κρύβονται μέσα σε ένα καλοφτιαγμένο προσωπείο αντίδρασης και γίνονται ένα με το εγώ τους, ίσα ίσα για να αυξηθεί το αίσθημα σπουδαιότητάς τους.
Φανατισμός δεν υπάρχει μόνο στην πολιτική, αλλά και στη θρησκεία, σε κάποια αθλήματα, ακόμη και στη μουσική πολλές φορές. Καμία μορφή του όμως δεν συμβάλλει στην πρόοδο και την ευημερία. Καμία μορφή του δεν είναι ικανή να αλλάξει το προσκήνιο μακροπρόθεσμα. Γιατί καμία μορφή του δεν έχει αγάπη και ουσιαστική προσφορά.
Καταλαβαίνουμε, βέβαια, ότι όταν αυτός ο φανατισμός ξεδιπλώνεται με βάση τις αρχές του φασισμού, μπορεί να αποβεί μοιραίος, άρα και να χαρακτηριστεί ιδιαίτερα επικίνδυνος. Όμως η Χρυσή Αυγή είναι το ένα κομμάτι του παζλ, αλλά το πιο εμφανές. Τι εννοώ;
Ο φασισμός δεν αναγνωρίζει δεξιά ή αριστερά, μαύρα μπλουζάκια ή κοστούμια, βωμολοχίες ή εκλεπτυσμένη διάλεκτο. Δεν έχει συγκεκριμένη πολιτική ταυτότητα, παρά μόνο πράξεις που τον αναδεικνύουν. Οπότε μήπως ο σπόρος του φασισμού βρίσκεται κάτω από καλοστημένα δελτία τύπου και συζητήσεις με γραβάτες; Μήπως τελικά να είναι αυτή η μέγιστη παραπλάνηση;
Τις καλύτερες ευχές μου!
*Η Μαρία Φραγκάκη είναι αρθρογράφος στο https://meaformhtagegonota.com