Μια τέτοια συμφωνία, η οποία, σύμφωνα και με κοινοτικούς παράγοντες, δύναται να επιτευχθεί, θα σηματοδοτήσει την επιστροφή των τεχνικών κλιμακίων στην Αθήνα, προκειμένου να προχωρήσουν, εν είδει προαπαιτούμενων, οι λεπτομέρειες. Και όπως εκτιμάται από όλες τις πλευρές, μετά είναι εφικτό να κλείσει πολύ σύντομα η συμφωνία σε τεχνικό επίπεδο (staff level agreement). Στη συνέχεια, η διοίκηση του ΔΝΤ αναμένεται να ζητήσει από το Εκτελεστικό Συμβούλιο του Ταμείου να εγκρίνει ένα πρόγραμμα για την Ελλάδα.
Την έως τώρα θετική πορεία της ελληνικής οικονομίας και την πρόοδο στις μεταρρυθμίσεις, αναγνωρίζουν οι κοινοτικοί παράγοντες στο σύνολό τους σχεδόν. Είναι εν προκειμένω χαρακτηριστική η δήλωση του επιτρόπου Πιέρ Μοσκοβισί, κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Ελλάδα, ότι «η οικονομία πάει καλά και οι προβλέψεις μας είναι πως θα πάει καλύτερα. Χρειαζόμαστε μεταρρυθμίσεις, αλλά όπου υπάρχει θέληση υπάρχει και τρόπος».
Αλλά και ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), Κλάους Ρέγκλινγκ επισήμανε πως συμφωνεί με την πρόσφατη διαπίστωση του προέδρου της Κομισιόν, Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, ότι καμία χώρα δεν έχει επιτύχει μεγαλύτερη πρόοδο στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων από ό,τι η Ελλάδα. Πρόσθεσε δε, ότι αυτό το πιστοποιούν άλλωστε ο ΟΟΣΑ, αλλά και η Παγκόσμια Τράπεζα.
Μάλιστα, ο Ρέγκλινγκ εμφανίστηκε σχεδόν βέβαιος πως το «ελληνικό ζήτημα» δεν θα κυριαρχήσει στην ατζέντα της δεύτερης θητείας του, λέγοντας ότι «δεν νομίζω ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί τη βοήθειά μας για άλλα πέντε χρόνια. (…) Εκτιμώ ότι εάν η Ελλάδα υλοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις που συμφωνήθηκαν στην αρχή του προγράμματος, τότε αυτό θα είναι το τελευταίο πρόγραμμα. Τους επόμενους 18 μήνες πρέπει να γίνουν και άλλα βήματα προόδου, κυρίως στο πεδίο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Εάν γίνει αυτό, τότε είμαι βέβαιος ότι η Ελλάδα θα μπορεί να αντλήσει και πάλι χρήματα από τις αγορές, να αναχρηματοδοτηθεί και δεν θα χρειάζεται πλέον τη δανειακή βοήθεια των Ευρωπαίων εταίρων».
Από την πλευρά του, ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν, ευρώ Βάλντις Ντομπρόφσκις, έχει επισημάνει ότι το ΔΝΤ «εξέδωσε μια ιδιαίτερα απαισιόδοξη πρόγνωση για την ανάπτυξη της οικονομίας και τα δημόσια οικονομικά».
Να πειστεί το ΔΝΤ να αποσύρει ορισμένες απαιτήσεις του
Το ζητούμενο, σύμφωνα με κοινοτικούς αξιωματούχους είναι να πεισθεί το ΔΝΤ να αποσύρει ορισμένες από τις απαιτήσεις του για να συμμετάσχει εκ νέου στο πρόγραμμα με χρηματοδότηση. Να δεχθεί τις χειμερινές προσβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την υπεραπόδοση των μεγεθών της ελληνικής οικονομίας και να σταματήσει να απαιτεί πρόσθετα σκληρά μέτρα. Παράλληλα, όπως έχει δηλώσει ο υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος, «η ελληνική κυβέρνηση έχει υποστηρίξει τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα. Χρειαζόμαστε, όμως, αποφασιστικότητα (σ.σ. εκ μέρους του ΔΝΤ). ‘Αρα, εάν το ΔΝΤ θέλει να ενταχθεί, θα πρέπει αποφασίσει πολύ γρήγορα και να σταματήσει να εγείρει παράλογες απαιτήσεις από εμάς, συμφωνώντας, ταυτόχρονα, τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος με τους Ευρωπαίους εταίρους μας. Ομοίως, ορισμένοι από τους Ευρωπαίους εταίρους μας (σ.σ. κυρίως η Γερμανία και η Ολλανδία) χρειάζονται τη συμμετοχή του ΔΝΤ, και θα πρέπει να καταλήξουν σε έντιμο συμβιβασμό για το χρέος όσο το δυνατόν γρηγορότερα».
Στο πλαίσιο των διαβουλεύσεων μεταξύ των θεσμών εντάσσεται και η συνάντηση την προσεχή Τετάρτη της καγκελαρίου της Γερμανίας, ‘Ανγκελα Μέρκελ, με τη γενική διευθύντρια του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ. Το ραντεβού πραγματοποιείται κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας που είχαν πριν από λίγες ημέρες οι δυο, στην οποία, σύμφωνα με τη γερμανική εφημερίδα Die Welt, συμφώνησαν τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο «ελληνικό πρόγραμμα» και την παράλληλη μετάθεση του ζητήματος του χρέους για το 2018.
Η κυβέρνηση, όπως έχει διαμηνύσει και μέσω του κυβερνητικού εκπροσώπου, Δημήτρη Τζανακόπουλου, έχει πάντα ως στόχο μια συμφωνία χωρίς ούτε ένα μέτρο λιτότητας. Ενώ, ο κ. Τσακαλώτος έχει δηλώσει πως «κόκκινη γραμμή» στη διαπραγμάτευση είναι ο κόσμος της εργασίας, ενώ στη συμφωνία θα υπάρχουν και «θετικά πράγματα». Επισημαίνοντας ότι «είμαστε πολύ κοντά στο να μετατρέψουμε έναν φαύλο κύκλο σε ενάρετο και μια αποφασιστική συνεδρίαση του Eurogroup στις 20 Φεβρουαρίου, θα ανοίξει σίγουρα το δρόμο για μια τέτοια στροφή».
Από την πλευρά των θεσμών, ο Ρέγκλινγκ υποστηρίζει ότι οι τομείς στους οποίους θα πρέπει να γίνουν ακόμη μεταρρυθμίσεις, αφορούν σε ιδιωτικοποιήσεις, στην αγορά ενέργειας, στην αγορά εργασίας και σε ορισμένα ελάχιστα θέματα στον προϋπολογισμό. Ο ίδιος πιστεύει, επίσης, πως το συνταξιοδοτικό και το φορολογικό πρόκειται για ζητήματα που είναι στην παρούσα φάση υπό συζήτηση.
Με την επίτευξη συμφωνίας σε τεχνικό επίπεδο και τον προσδιορισμό των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα μπορέσει να εντάξει την Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE). Αυτό θα σημαίνει, όπως έχει επισημάνει και ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής Παναγιώτης Λιαργκόβας, φθηνότερη και πιο άνετη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας, σταδιακή απόσυρση των κεφαλαιουχικών ελέγχων, τη δυνατότητα, έστω και δοκιμαστικά, εξόδου στις αγορές και ενίσχυση της εμπιστοσύνης στην οικονομική πολιτική και στην Ελλάδα.
Το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ συνεδριάζει με αντικείμενο τη νομισματική πολιτική στις 9 Μαρτίου. Εάν παρέλθει η συγκεκριμένη ημερομηνία, η επόμενη συνεδρίαση είναι στις 27 Απριλίου. Κοινοτικοί αξιωματούχοι «δείχνουν» προς αυτήν την ημερομηνία, λαμβάνοντας υπόψη δύο ενδιάμεσους σημαντικούς σταθμούς: τη δημοσιοποίηση των στοιχείων για την ελληνική οικονομία το 2016 από τη Eurostat και τη δημοσιοποίηση των εαρινών προβλέψεων από το ΔΝΤ.
Στο Eurogroup της Δευτέρας, η Ελλάδα είναι το τρίτο θέμα στην ατζέντα και όπως αναγράφεται σε αυτή, «θα γίνει η εκτίμηση της εκτέλεσης του ελληνικού προγράμματος που βρίσκεται σε εξέλιξη, εστιάζοντας σε σχέδια για προώθηση της β’ αξιολόγησης» με βάση τις εκθέσεις που ετοιμάζουν οι θεσμοί (ΕΕ, ΕΚΤ, ESM και ΔΝΤ). Σημειώνεται ότι, μια πολιτική συμφωνία ή «προ- συμφωνία» έχει υπάρξει και παλαιότερα. Το Eurogroup της 10ης Οκτωβρίου 2016 είχε δώσει χρόνο στην κυβέρνηση για να παρουσιάσει στους θεσμούς περισσότερα στοιχεία για την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου και είχε εξουσιοδοτήσει το Euro Working Group της 24ης Οκτωβρίου να εκταμιεύσει τη υποδόση του 1,7 δισ. ευρώ.