Το κείμενο που ακολουθεί είναι το πρώτο μερος του διηγήματος της συγγραφέως Αναστασία Βούλγαρη σε πρώτη και αποκλειστική δημοσίευση. Το κείμενο προστατεύεται από πνευματικά δικαιώματα και απαγορεύεται η αναδημοσίευση του (μερική ή ολική) σε ηλεκτρονική ή έντυπη μορφή χωρίς άδεια.
Ήταν μεσάνυχτα Τετάρτης. Έβρεχε μια βρώμικη βροχή. Τα φώτα του λεωφορειόδρομου είχαν ανάψει. Ο Μιχάλης έτρεχε με το παλιό πολυτελές αμάξι, αψηφώντας τον κίνδυνο, σαν να ήθελε να αναμετρηθεί με τη φύση και τη γλιτσιασμένη άσφαλτο.
Το φανάρι άναψε κόκκινο κι ο Μιχάλης φρενάρισε τόσο απότομα που, σχεδόν, έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου. Η Μερσεντές χόρεψε για λίγα δευτερόλεπτα κι ακινητοποιήθηκε λίγα εκατοστά από το μπροστινό αυτοκίνητο.
Ο Μιχάλης, ψύχραιμος, κοίταξε το ρολόι του αυτοκινήτου κι έβαλε την πρώτη ταχύτητα, ενώ το αυτοκίνητο ήταν σταματημένο. Μαρσάρισε κι όταν άναψε το πράσινο φανάρι το αυτοκίνητο εκτινάχτηκε στη λεωφόρο.
Από μακριά παρατήρησε την αερογέφυρα από ατσάλι και πλεξιγκλάς. Στα πλευρά της τα φώτα των αυτοκινήτων διαλύονταν «σαν ωχρές φλύκταινες», σκέφτηκε, και θυμήθηκε τις ατέλειωτες συζητήσεις με τον Σερζ για την γέφυρα ενόσω κατασκευαζόταν.
Ο Σερζ εργαζόταν ως αρχιτέκτων, στη γαλλική εταιρεία που είχε αναλάβει την κατασκευή της γέφυρας, ενώ η εταιρεία του Μιχάλη είχε αναλάβει τον τεχνικό έλεγχο. Μια βαθειά φιλία ένωνε τους δύο άντρες, κάτι σπάνιο στις μέρες μας.
Είχαν γνωριστεί πριν δέκα χρόνια, στον πρώτο τεχνικό έλεγχο κι από τότε ήταν αχώριστοι. Ο Σερζ είχε αγαπήσει την Αθήνα κι είχε αποφασίσει να ζήσει για πάντα «σ’ αυτήν τη μαγική πόλη», όπως την αποκαλούσε και τα μεγάλα μαύρα μάτια του έλαμπαν από χαρά. Έμαθε την ελληνική γλώσσα και παντρεύτηκε μια Κρητικοπούλα, που τον μάγεψε ένα βράδυ γεμάτο από ρακί και μαντινάδες, στο γλέντι για την ονομαστική εορτή του Μιχάλη.
Ο Μιχάλης, αν και ζούσε στην Αθήνα από τα φοιτητικά του χρόνια, τηρούσε όλα τα ήθη και τα έθιμα της γενέτειράς του, της Κρήτης. Έτρωγε μόνον κρητική κουζίνα και στο σπίτι του εύρισκες πάντα τσικουδιά, τα περίφημα εφτάζυμα παξιμάδια και μυζηθροπιτάκια, τα οποία τα πρόσφερε με μέλι κρητικό.
Όταν άρχισε η οικονομική κρίση, ο Μιχάλης συμβούλεψε τον φίλο του να επιστρέψει στην πατρίδα του, αλλά ο Σερζ, σίγουρος ότι η κρίση ήταν κάτι περαστικό, και με την αυτοπεποίθηση που του έδιναν οι γνώσεις του και η οικονομική του επιφάνεια, αρνήθηκε να φύγει από την αγαπημένη του Αθήνα.
Όταν η γαλλική εταιρεία απεχώρησε από την Ελλάδα, ο Σερζ έβαλε τα γέλια, χαρακτηρίζοντας τον πρόεδρο της εταιρείας «φοβητσιάρη» και «κοντόφθαλμο». Ο Μιχάλης προσπάθησε να του εξηγήσει ότι ο πρόεδρος σοφά έκλεισε την εταιρεία γιατί όλες οι προβλέψεις των οικονομολόγων διέγραφαν ένα ζοφερό τοπίο για τα οικονομικά της Χώρας. Ο Σερζ μάλωσε τρυφερά τον φίλο του και του είπε: «οι Έλληνες είστε πολυμήχανοι, θα τα καταφέρετε».
Στα σαράντα του ο Σερζ ήταν ένας επιτυχημένος αρχιτέκτονας, με δικό του σπίτι στην Αθήνα και εξοχικό στην Ύδρα, που το είχε φωτογραφίσει το αγγλικό περιοδικό House and Garden. Ήταν ευτυχισμένος και δεν ζητούσε τίποτ’ άλλο από τη ζωή, παρά μόνον να ζήσει με την γυναίκα του, την οποία λάτρευε και δεν δίστασε για χάρη της να ασπασθεί την Ορθοδοξία, προκειμένου να την παντρευτεί στην εκκλησία.
Ο γάμος τους στην Κρήτη άφησε ιστορία, όχι μόνον επειδή το γλέντι κράτησε για τρεις μέρες, κάτι συνηθισμένο για το νησί, αλλά, κυρίως, επειδή ήταν ο πρώτος γάμος στ’ Ασκύφου, το μικρό χωριό των Σφακιών, μεταξύ μιας λευκής κι ενός έγχρωμου. Η τοπική εφημερίδα είχε γράψει ότι πρώτη φορά στην ιστορία των Σφακιών είχε μπει σώγαμπρος ένας Γαλλοαφρικανός.
Ο Μιχάλης είχε χαθεί στις σκέψεις του κι ούτε κατάλαβε πώς βρέθηκε στο Μοναστηράκι. Η πλατεία ήταν άδεια. Έριξε ένα φευγαλέο βλέμμα στον ναό του Παρθενώνα, «τον περίφημο ναό που προεξέχει πάνω από τα νόθα υποφωτισμένα κτίρια», όπως συνήθιζε να λέει ο Σερζ κι ένιωσε την μοναξιά να ξεχειλίζει από το στήθος του.
Η ανοιξιάτικη μπόρα είχε σταματήσει κι ο αττικός ουρανός είχε ξαναβρεί την καθαρότητά του. Ο Μιχάλης, στάθμευσε το αυτοκίνητο στην αρχή της Ερμού και κατέβηκε. Η νύχτα ήταν γλυκιά. Κάθισε στο πεζούλι της εκκλησίας κι άρχισε να παρατηρεί τον Παρθενώνα. «Το αριστούργημα της ανθρωπότητας, το δημιούργημα της διαλεκτικής σχέσης Πάθους κι Ελευθερίας, που χτίσαμε οι Έλληνες, όχι σαν σύμβολο υπεροχής, αλλά για ν’ αποθανατίσουμε την χαρά˙ εμείς, οι πρώτοι απαισιόδοξοι του κόσμου, που γεννήσαμε τις τέχνες για ν’ αντέξουμε την θνητότητά μας κι αποτυπώσαμε στο μάρμαρο την αθανασία και την ωραιότητα», σκέφτηκε κι ένας βαθύς αναστεναγμός ξέφυγε από τα βάθη της μελαγχολικής ύπαρξής του.
Η ακατανόητη εξαφάνιση του Σερζ και της γυναίκας του, της Ελπίδας, εδώ και δεκαπέντε μέρες, είχε αναστατώσει τη ζωή του. Είχε σταματήσει να εργάζεται, πίεζε την αστυνομία να μην σταματήσει τις έρευνες κι όλη μέρα μιλούσε στο τηλέφωνο με φίλους και γνωστούς για το γεγονός.
Είχε αποκλειστεί η πιθανότητα της απαγωγής και του δυστυχήματος, ακόμα και της ξαφνικής αναχώρησής του στο εξωτερικό, καθώς ο Μιχάλης είχε μιλήσει με τους γονείς του Σερζ στο Παρίσι, οι οποίοι είχαν, ήδη, φτάσει στην Αθήνα και σε συνεργασία με τη γαλλική πρεσβεία, προσπαθούσαν να βρουν το παιδί τους.
Οι Γάλλοι πράκτορες της πρεσβείας είχαν γίνει ιδιαίτερα ενοχλητικοί. Καθημερινά τηλεφωνούσαν στον Μιχάλη και του έκαναν τις ίδιες ερωτήσεις με τη γνωστή γαλατική ευγένεια, που άφηνε πάντα μια υπόνοια ειρωνείας και απαξίωσης. Ο Μιχάλης, μετά από κάθε τέτοια συνομιλία, αισθανόταν ότι οι Γάλλοι τον θεωρούσαν ύποπτο κι αυτό τον εκνεύριζε.
Μια μέρα, ένας πράκτορας χτύπησε το κουδούνι του. Εκείνος τον είδε από το ματάκι της πόρτας, άνοιξε, στάθηκε στο κατώφλι με σταυρωμένα τα χέρια στο στήθος και κοίταξε τον Γάλλο με δυσαρέσκεια.
«Τί θέλετε από μένα;», ρώτησε τον Γάλλο χωρίς να τον καλημερίσει.
«Θα ήθελα να σας κάνω μερικές ερωτήσεις σχετικά με την εξαφάνιση του κυρίου Σερζ Μαρτέν», απάντησε ο Γάλλος κοιτάζοντας με περισσή καχυποψία τον Μιχάλη.
«Το έχω πει εκατό φορές στην πρεσβεία σας. Δεν ξέρω πού βρίσκεται ο Σερζ.»
«Δεν ξέρετε πού είναι;»
Ο Μιχάλης εκνευρίστηκε, αλλά συγκρατήθηκε και του απάντησε ευγενικά.
«Σας το είπα και στο τηλέφωνο, χθες. Έφυγε με τη γυναίκα του χωρίς να ενημερώσει κανέναν»
«Δεν άφησε κάποιο στοιχείο, ένα σημείωμα;»
«Σας είπα όχι».
Ο Μιχάλης δύσκολα πια μπορούσε να συγκρατήσει τα νεύρα του.
«Θα ξαναπεράσω» είπε ο Γάλλος και εξακολούθησε να κοιτάζει τον συνομιλητή του με καχυποψία, πράγμα που έκανε τον Μιχάλη έξαλλο, αλλά και πάλι συγκρατήθηκε. Πέταξε ένα «όπως νομίζετε» και έκανε να κλείσει την πόρτα. Ο Γάλλος συγκράτησε την πόρτα με την παλάμη του και είπε με νόημα: «θα ξαναπεράσω».
Ο Μιχάλης δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί άλλο και του πέταξε κατάμουτρα, «δεν μας παρατάς λέω ‘γω;»
«Προσέξτε κύριε, εκπροσωπώ το γαλλικό κράτος» είπε ο Γάλλος και κάρφωσε το βλέμμα του μέσα στα μάτια του Μιχάλη.
«Χέστηκα!» φώναξε ο Μιχάλης και του έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα.
Δεξιά κι αριστερά βούλιαζε η λαϊκή συνοικία. Οι πολυκατοικίες είχαν πάρει την τερατώδη διάσταση που δίνει η νύχτα στα άσχημα πράγματα. Η Πλάτωνος είχε γίνει ποτάμι, όταν τα σκουπίδια έφραξαν τις σχάρες των αποχετεύσεων, εξ’ αιτίας της ξαφνικής μπόρας. Οι αρουραίοι έτρεχαν στο πεζοδρόμιο τρομαγμένοι από τον υπόγειο χείμαρρο που τους παρέσυρε στην επιφάνεια της γης.
Ο Χάρης παρατήρησε με αηδία τα τρωκτικά και πάτησε το γκάζι για να φύγει γρήγορα από την κακόφημη περιοχή, αλλά σταμάτησε, αναγκαστικά, στο κόκκινο φανάρι μπροστά στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Το ρολόι της εκκλησίας σήμανε μία μετά τα μεσάνυχτα. Ένας ψηλός με ξυρισμένο κεφάλι και γυμνασμένα μπράτσα, πουλούσε ναρκωτικά σ’ ένα ρακένδυτο νέο που τρίκλιζε. «Το βαποράκι και το πρεζάκι» σκέφτηκε ο Χάρης.
Μόλις άναψε το πράσινο, έστριψε δεξιά στην Τριπόλεως και στάθμευσε μπροστά στην εκκλησία με τα «αλάρμ» αναμμένα. Εν τω μεταξύ, το βαποράκι κι ο ρακένδυτος νέος είχαν σταματήσει τη συναλλαγή και παρατηρούσαν τον Χάρη καθώς τους πλησίαζε. Το βαποράκι τον κοίταξε από πάνω ως κάτω καχύποπτα κι ο άλλος βρήκε ευκαιρία κι έκρυψε το φακελάκι με τη σκόνη στην τσέπη του και κίνησε να φύγει, αλλά το βαποράκι τον άρπαξε από το μανίκι και τον ακινητοποίησε.
«Δεν θα φύγεις χωρίς να πληρώσεις», σύριξε κι ο τοξικομανής έβαλε το κεφάλι κάτω, φοβισμένος.
«Καλησπέρα», είπε ο Χάρης.
Το βαποράκι έπαιξε με νόημα τα βλέφαρά του μια κάτω, μια πάνω, αντί για χαιρετισμό.
«Μπάτσος είσαι;», ρώτησε με αναίδεια τον Χάρη.
«Ντετέκτιβ», απάντησε θαρραλέα, εκείνος.
«Τί ψάχνεις;», ρώτησε το βαποράκι λιγότερο επιθετικά.
«Ένα ζευγάρι. Έμαθα ότι προ ημερών είχαν έλθει στον Κολωνό, σε μια καθολική εκκλησία πίσω από τα ΚΤΕΛ Πελοποννήσου».
« Η εκκλησία που είναι πλάι στο τελωνείο αυτοκινήτων; Εκεί που μαζεύουν τα ρούχα για την Αφρική;» έσπευσε να ρωτήσει ο ρακένδυτος νέος. Το βαποράκι του έδωσε μια κλωτσιά, για να σωπάσει.
«Εκεί», απάντησε ο Χάρης. «Ξέρεις κάτι; Τους είδες;»
Το βαποράκι αγριοκοίταξε τον τοξικομανή.
«Όχι», απάντησε εκείνος κι έβαλε τα μάτια κάτω.
«Δεν ξέρω τί λες», απάντησε απότομα το βαποράκι. «Καλύτερα να πηγαίνεις. Δεν σε σηκώνει το μέρος» είπε μέσα από τα δόντια του.
Ο Χάρης μέτρησε με τα μάτια το βαποράκι και του γύρισε την πλάτη. Από το καθρεφτάκι του αυτοκινήτου παρακολούθησε τους δύο άντρες. καθώς ολοκλήρωναν την συναλλαγή. Μόλις τελείωσαν τη συναλλαγή, ο ψηλός έκανε μεταβολή και βάδιζε στην Πλάτωνος κι ο άλλος έστριψε αριστερά στην Τριπόλεως, μάλλον, ψάχνοντας μια γωνιά για να πάρει τη δόση του.
Ο Χάρης ξεκίνησε, έκανε στροφή επιτόπου και κατευθύνθηκε προς τον νέο. Σταμάτησε το αυτοκίνητό του πλάι του, κατέβηκε και πριν ο νέος προλάβει να αντιδράσει, άρπαξε από το χέρι του το σακουλάκι με την ηρωίνη.
«Τί θέλεις από μένα;», ρώτησε με αγωνία.
«Πληροφορίες», απάντησε ο Χάρης. «Μπες μέσα» τον διέταξε κι άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού. Ο νέος υπάκουσε και μπήκε στο αυτοκίνητο.
«Πώς σε λένε;», ρώτησε ο Χάρης.
«Πέτρο. Θα σου πω ό,τι θέλεις αρκεί να μου δώσεις το σακουλάκι μου και να μην με καρφώσεις. Αν με καρφώσεις θα με σκοτώσουν. Σε λίγο θα με πιάσει στέρηση και δεν θα μπορώ να μιλήσω, γι αυτό λέγε γρήγορα»
«Πες μου τί ξέρεις για το ζευγάρι», είπε αυστηρά ο Χάρης.
«Είχαν έρθει ένα απόγευμα στην εκκλησία. Είχαν φέρει μαζί τους ρούχα και τρόφιμα»
«Εσύ τί δουλειά είχες εκεί;»
«Όταν είμαι ξενέρωτος πηγαίνω και μου δίνουν φαγητό. Οι καθολικές καλόγριες είναι καλές. Είναι κι αυτές μαύρες».
«Τί εννοείς ‘κι αυτές’;»
«Το ζευγάρι ήταν ένας Αφρικανός και μια Ελληνίδα. Μιλούσαν γαλλικά. Φορούσαν βέρες…»
«Τί έγινε εκείνο το απόγευμα;», τον διέκοψε απότομα ο Χάρης.
«Έδωσαν τα πράγματα, μίλησαν για λίγο με μια άλλη κυρία κι ύστερα μπήκαν στο αυτοκίνητό τους κι έφυγαν»
«Ποια είναι η κυρία;»
«Την λένε Σοφία. Κάτι άλλο δεν ξέρω.»
«Ξέρεις πού μένει;»
«Στο Φάληρο. Το άκουσα που το έλεγε όταν τους κάλεσε για καφέ στο σπίτι της.»
«Πώς είναι αυτή η κυρία Σοφία;»
«Ψηλή, ξερακιανή, με κότσο. Γύρω στα εξήντα. Οδηγεί μια άσπρη Σιτροέν»
«Να μάθεις τον αριθμό κυκλοφορίας. Θα έλθω αύριο να μου τον πεις. Θα σου φέρω χρήματα να αγοράσεις δύο δόσεις. Εντάξει;»
«Μέσα», απάντησε ο Πέτρος και τα μάτια του, για μια στιγμή, άστραψαν.
«Αύριο ραντεβού εδώ, στις δύο τη νύχτα. Αν δεν έρθεις κάηκες», είπε απειλητικά ο Χάρης και του έδωσε το σακουλάκι.
Ο Πέτρος κατέβηκε από το αυτοκίνητο και τρεκλίζοντας χάθηκε μέσα στη νύχτα…