Το κείμενο που ακολουθεί είναι το δεύτερο μέρος του διηγήματος της συγγραφέως Αναστασίας Βούλγαρη σε πρώτη και αποκλειστική δημοσίευση. Το κείμενο προστατεύεται από πνευματικά δικαιώματα και απαγορεύεται η αναδημοσίευση του (μερική ή ολική) σε ηλεκτρονική ή έντυπη μορφή χωρίς άδεια.
Το ρολόι του σταθμού έδειχνε μία. Ο Μιχάλης σηκώθηκε από το πεζούλι και κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητό του. Ύστερα από μισή ώρα βρισκόταν στο σπίτι του. Έκανε ένα ζεστό ντους και ξάπλωσε, αλλά ήταν αδύνατον να κοιμηθεί. Οι αναμνήσεις μαστίγωναν τη σκέψη του. Το καλοκαίρι στην Κρήτη συντροφιά με τον Σερζ, το μπαράκι στα Εξάρχεια με τον Σερζ, η συναυλία στο Μέγαρο με τον Σερζ, στο Μουσείο με τον Σερζ…παντού ο Σερζ, πάντα με τον Σερζ επί δέκα ολόκληρα χρόνια. Ο Σερζ, ο αδελφοποιτός του. Όταν γνώρισε τον Σερζ, η μοναξιά κι η απομόνωση τελείωσαν για πάντα. Τα θλιμμένα παιδικά χρόνια, οι μελαγχολικές μέρες της εφηβείας, οι ερωτικές απογοητεύσεις …όλα τα σκόρπισε στον άνεμο, με το χαμόγελό του ο Σερζ, με την φιλία και την καλοσύνη του.
Η Ελπίδα του έλεγε «σοκολατένιε μου θα σε φάω» κι ο Σερζ γελούσε δυνατά και της απαντούσε «ζεστή σοκολάτα με γάλα, εσύ το γάλα μου, θα σε πιω». Πού να ‘ναι τώρα; Τί να τους έχει συμβεί;
Ο Μιχάλης στριφογύριζε στο κρεββάτι μέχρι τα ξημερώματα χωρίς να καταφέρει να κοιμηθεί. Τελικά συνθηκολόγησε με την αϋπνία κι έμεινε να κοιτάζει το ταβάνι. Στις οκτώ σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα να φτιάξει καφέ.
Ο ήλιος έλαμπε, η θάλασσα ήταν γαλήνια, ήταν ένα ωραίο καλοκαιρινό πρωινό. Ο νέος άντρας πήρε μαλακά τη στροφή και βγήκε στη λεωφόρο της θάλασσας. Τα στοιχεία που του είχε δώσει η κυρία Σοφία ήταν αρκετά για να βρεθούν τα ίχνη του Σερζ και της Ελπίδας. Ο Χάρης σχημάτισε στο κινητό του τον αριθμό του Μιχάλη και κανόνισαν να συναντηθούν σε μισή ώρα σε ένα καφέ στο Σύνταγμα. Πράγματι μετά από μισή ώρα οι δύο άντρες είχαν ήδη παραγγείλει καφέ.
«Πού χάθηκες δυο μήνες τώρα; Σ’ έψαχνα παντού. Το κινητό σου δεν το σήκωνες, τί πράγματα είναι αυτά; Έχω στηρίξει όλες μου τις ελπίδες επάνω σου. Τρελλάθηκα από την αγωνία», είπε ο Μιχάλης θυμωμένα.
«Έχετε δίκιο κύριε Μιχάλη, αλλά ήθελα πρώτα να συγκεντρώσω όλα τα στοιχεία, να είμαι σίγουρος. Δεν ήθελα επ’ ουδενί να σας δώσω κάποια λανθασμένη πληροφορία. Καταλαβαίνω την αγωνία σας», απάντησε ο Χάρης με συστολή.
«Ας είναι… Τί νέα έχεις;»
«Δυσάρεστα κύριε Μιχάλη. Ο φίλος σας και η σύζυγός του είναι νεκροί. Η αστυνομία βρίσκεται ήδη στον τόπο του εγκλήματος»
Ο Μιχάλης τινάχτηκε όρθιος βούτηξε τον Χάρη από τον γιακά τού πουκαμίσου του και τον σήκωσε όρθιο.
«Ήξερες ότι ο καλύτερός μου φίλος είναι νεκρός και με κάλεσες για καφέ; Είσαι ηλίθιος;», του φώναξε. Ο Μιχάλης ήταν εκτός εαυτού. Μάταια ο Χάρης προσπαθούσε να του εξηγήσει ότι δίσταζε να τού το πει απότομα γι αυτό κανόνισε τη συνάντηση, αλλά ο Μιχάλης δεν άκουγε τίποτα. Φώναζε μ’ όλη του τη δύναμη, έβριζε, τράνταζε και τραβολογούσε τον Χάρη, λες κι ήταν σακί. Ο σερβιτόρος προσπαθούσε να γλυτώσει τον Χάρη από τα χέρια του Μιχάλη, ένας πεζός αστυνομικός έτρεξε προς το μέρος τους, ενώ οι πελάτες της καφετέριας φώναζαν και χειρονομούσαν. Ο Χάρης προσπαθούσε να εξηγήσει, «μόλις έμαθε έναν τραγικό θάνατο», αλλά κανένας δεν τον άκουγε. Οι πελάτες μεταβλήθηκαν σε άγριο πλήθος κι όρμησαν επάνω στον Μιχάλη, τη στιγμή που ο αστυνομικός παραμέριζε το πλήθος κι έσωζε τον Μιχάλη από το λιντσάρισμα. Του πέρασε χειροπέδες, αλλά μόλις ο Χάρης του εξήγησε τί είχε συμβεί και ισχυρίστηκε ότι ο Μιχάλης είχε πάθει σοκ, ο αστυνομικός ακύρωσε τη σύλληψη και ρώτησε αν χρειαζόταν να καλέσει το 166. Ο Χάρης αρνήθηκε ευγενικά κι έσπρωξε ελαφριά τον Μιχάλη προς την έξοδο, καθώς οι πελάτες μουρμούρισαν κάτι σαν «συγνώμη» και επέστρεψαν στις θέσεις τους.
Όταν βγήκαν στον δρόμο, ο Μιχάλης είχε ηρεμήσει κάπως, αλλά έκλαιγε με λυγμούς. Παρακάλεσε τον Χάρη να τον συνοδέψει στο σπίτι του. «Θα μου τα πεις όλα όταν φτάσουμε», είπε και δεν ξαναμίλησε σ’ ολόκληρη τη διαδρομή από το κέντρο της Αθήνας μέχρι το Χαλάνδρι.
Ο Μιχάλης ήταν πελιδνός από τη στεναχώρια. Οι πάντα ευθυτενείς ώμοι του ήταν γυρτοί, τα μάτια του κατακόκκινα από το κλάμα, τα χείλη του ωχρά. Ήπιε μια γουλιά από το ουίσκι, που του είχε σερβίρει ο Χάρης, άναψε τσιγάρο και κοίταξε τον νεαρό ντετέκτιβ στα μάτια.
«Τώρα μπορώ να σ’ ακούσω», του είπε κάπως πιο ήρεμα.
«Τα πτώματά τους βρέθηκαν στον Κολωνό, πίσω από το τελωνείο, μέσα σ’ ένα λάκκο, που οι δολοφόνοι τους άνοιξαν ειδικά γι αυτούς. Ρατσιστικό έγκλημα. Η περιοχή είναι γεμάτη από νεοναζιστές. Ξεφύτρωσαν όταν ο Κολωνός γέμισε από μετανάστες. Οι παλιοί κάτοικοι λένε ότι οι νεοναζί είναι φυτευτοί εκεί»
«Τί ακριβώς συνέβη;», ρώτησε ο Μιχάλης.
«Θυμάσαι που σου είχα πει για την κυρία Σοφία; Ο άντρας της είναι συνταξιούχος αστυνομικός. Αυτός με βοήθησε να ξετυλίξω το κουβάρι. Ο Σερζ και η Ελπίδα είχαν δεχθεί πολλές φορές λεκτική επίθεση από τους φασίστες, που εκνευρίζονταν να βλέπουν μια Ελληνίδα παντρεμένη μ’ έναν έγχρωμο, αλλά, φαίνεται, το ζευγάρι δεν είχε δώσει την πρέπουσα σημασία.
Εκείνο το απόγευμα, η Ελπίδα και ο Σερζ πήγαν στην εκκλησία, άφησαν ένα δέμα με ρούχα και τρόφιμα κι αμέσως έφυγαν για το θέατρο, που είναι κοντά στις γραμμές του τραίνου. Τους ακολούθησε ο Τρανός, αυτό είναι το παρατσούκλι του, στέλεχος της ναζιστικής οργάνωσης. Απ’ όλους τους ξένους περισσότερο μισεί τους έγχρωμους. Έμαθα ότι στο καφενείο που συχνάζουν αυτοί οι ημίτρελλοι τύποι, έκανε κήρυγμα κατά του Σερζ και της Ελπίδας κι ότι από το στόμα του έβγαιναν αφροί από το μένος.
Μόλις βγήκαν από το θέατρο, ο Τρανός τους περίμενε και τους ακολούθησε μέχρι το πάρκινγκ. Εκεί, μαχαίρωσε πρώτα τον Σερζ κι ύστερα την Ελπίδα. Η κοπέλα μόλις είδε τον Σερζ να πέφτει νεκρός το ‘βαλε στα πόδια, αλλά ο Τρανός την ακολούθησε και την πρόλαβε. Έσυρε τα νεκρά σώματά τους πίσω από το πάρκινγκ και κάλεσε τους δικούς του. Τους μετέφεραν εκεί που τους βρήκαν τα σκυλιά της αστυνομίας. Ο Τρανός συνελήφθη. Τον κάρφωσαν οι δικοί του, μετά από πολύωρη ανάκριση.»
Ο Μιχάλης σώπαινε. Ήπιε μονορούφι το δεύτερο ποτήρι ουίσκι κι αμέσως σηκώθηκε από την πολυθρόνα.
«Να σου δώσω την αμοιβή σου», είπε στον Χάρη και κατευθύνθηκε προς την κρεββατοκάμαρα. Ο Χάρης κοντοστάθηκε. «Έλα μέσα, εδώ έχω τα χρήματα» του είπε ο Μιχάλης. Μπήκαν κι οι δυο στο δωμάτιο κι ο Μιχάλης άνοιξε την ντουλάπα κι από μέσα έβγαλε μια μαύρη τσάντα. Άδειασε το περιεχόμενο της τσάντας πάνω στο κρεββάτι μέσα στο μισοσκόταδο και κάθισε στην άκρη του κρεββατιού. Μέτρησε τις δεσμίδες και τις έδειξε στον Χάρη. Το κινητό του τηλέφωνό βομβούσε. Ο μεγάλος ψυχικός πόνος, όμως, είχε κιόλας ακινητοποιήσει τον Μιχάλη που καθόταν ακίνητος στην άκρη του κρεββατιού. Αισθανόταν σαν να έσκιζαν τα σωθικά του χίλια μαχαίρια…τόσο μεγάλος ήταν ο ψυχικός πόνος που δεν μπορούσε ούτε να κλάψει. Μια βαριά σιωπή είχε τυλίξει ολόκληρη την ύπαρξή του. Ήθελε να κλειστεί μέσα στο σπίτι και να θρηνεί για πάντα τον αδελφό του τον Σερζ και την αγαπημένη του Ελπίδα.
«Αν είναι η μάνα του Σερζ τί θα της πω;», κατάφερε να μονολογήσει. Αν είναι τ’ αδέλφια της Ελπίδας; Θα ξεκινήσουν βεντέτα. Θα χυθεί πολύ αίμα…»
Έριξε, με μια απελπισμένη κίνηση, τις δεσμίδες των χαρτονομισμάτων στο πάτωμα και ξάπλωσε στο κρεββάτι. Το τηλέφωνο του εξακολουθούσε να βομβίζει. Ο Χάρης έσκυψε στο πάτωμα και σήκωσε τις δεσμίδες. Ο Μιχάλης είχε αποκοιμηθεί. Ο Χάρης πήρε το κινητό του Σερζ και σχημάτισε τον αριθμό ενός τηλεφώνου.
«Εγώ είμαι… Τα πήρα τα λεφτά… Ναι ρε μαλάκα σου λέω…. Πενήντα χιλιάρικα. Έρχομαι να σου δώσω το μερίδιό σου. Μην μάθουν τίποτα οι άλλοι… Πας καλά ρε; Πώς θα τα βάλουμε με τους Κρητικούς; Δεν μας παίρνει… Καλά, θα δω τί θα κάνω… Και που’ σαι, κανόνισε να κλείσουν οι δικοί μας το στόμα του Τρανού.»
Ο Χάρης πέταξε το τηλέφωνο πάνω στο κρεββάτι κι έπιασε τον σφυγμό του Μιχάλη. Κανένας χτύπος. Ξεφύσησε ανακουφισμένος κι ύστερα κάγχασε «μου ‘θελες και ουίσκι σερβιρισμένο από τα χέρια μου… Κορόιδο, με διευκόλυνες».
Ο Χάρης βγήκε από το διαμέρισμα του Μιχάλη, μπήκε στο αυτοκίνητό του και κατευθύνθηκε προς τη λεωφόρο Κηφισίας.
Τ Ε Λ Ο Σ