Ο Γιάννης Καλπούζος, συγγραφέας του best seller “Ιμαρέτ”, μας μιλά αποκλειστικά για τον ίδιο και το νέο του βιβλίο, που κυκλοφόρησε εχθές από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
Ξεκινώντας από τα πρώτα σας βήματα, ποια ήταν η πρώτη σας επαφή με τον κόσμο της λογοτεχνίας;
Στην τετάρτη δημοτικού όταν ο δάσκαλος μάς διάβαζε αποσπάσματα από τα ψηλά βουνά του Ζαχαρία Παπαντωνίου και στον καιρό του Βουλγαροκτόνου της Πηνελόπης Δέλτα. Κι αυτό γιατί δεν είχα κανένα εξωσχολικό βιβλίο, οποιουδήποτε είδους, μέχρι και την ηλικία των δώδεκα ετών.
Τι σας έδωσε το κίνητρο να μπείτε στον χώρο αυτό και μάλιστα να πορευτείτε με τέτοια επιτυχία;
Αρχικώς οι παροτρύνσεις φίλων οι οποίοι διάβαζαν τα διάφορα στιχάκια και μικρά κείμενα που έγραφα κατά καιρούς. Στη συνέχεια, όταν άρχισα να ασχολούμαι πιο σοβαρά, ερωτεύτηκα τον λόγο, κάηκα από τη λογοτεχνία και την ποίηση και έκτοτε δοκιμάζομαι και αναμετριέμαι με τη γραφή. Όσον αφορά την επιτυχία, θαρρώ ότι οφείλεται στον μόχθο που καταβάλλω για κάθε βιβλίο μου, αλλά και ό,τι συνθέτει το τάλαντο που αρχικώς μού πρόσφερε η φύση και μετέπειτα πάσχισα με χίλιους τρόπους να το εξελίξω. Γιατί η γραφή είναι διαρκής άσκηση και μαθητεία.
To 2008 ήσασταν υποψήφιος για το Κρατικό Βραβείο Ποίησης με την ποιητική συλλογή “Έρωτας νυν και αεί”. Σας άφησε ίσως μια πίκρα το ότι τελικά δεν βραβευτήκατε; Πιστεύατε πώς ήταν άδικο;
Αρχικώς χάρηκα όταν συμπεριλήφθηκε η ποιητική μου συλλογή στη μικρή λίστα των πέντε ή έξι υποψηφίων για το Κρατικό Βραβείο Ποίησης, όντας ο ίδιος μακριά από κάθε κέντρο ή ομάδα που διαφεντεύει τα των βραβείων. Πιστεύω ότι άξιζε το κρατικό βραβείο το “Έρωτας νυν και αεί”. Ωστόσο η μη επιλογή του από την κριτική επιτροπή μού έκανε μεγάλο καλό και ευχαριστώ τα μέλη της. Και δεν το λέω καθόλου ειρωνικά αυτό. Ορθώθηκε μέσα μου, ως απόρροια της απόφασής τους, το δημιουργικό πείσμα, στράφηκα προς το ιστορικό μυθιστόρημα και εργάστηκα πολύ σκληρά ώστε να διαγωνιστώ στις ψυχές και στον λογισμό των αναγνωστών. Μπορεί να πικράθηκα και να θύμωσα τότε, όμως στη συνέχεια όλα γαλήνεψαν εντός μου. Ο χρόνος αναδεικνύει ή θέτει στη σκιά κάθε ποιητικό ή λογοτεχνικό έργο.
Το 2009 όμως ήταν η χρονιά σας αφού τιμηθήκατε με το Βραβείο Αναγνωστών του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου (Ε.ΚΕ.ΒΙ.) για το best seller σας Ιμαρέτ. Πώς νοιώσατε τότε; Δώστε μας μια γεύση από αυτή σας την εμπειρία…
Το “Ιμαρέτ” επιλέχθηκε αρχικώς στα δεκαπέντε υποψήφια μυθιστορήματα για το Βραβείο Αναγνωστών από όλες τις Λέσχες Ανάγνωσης της Ελλάδας και της Κύπρου, κάτι που εφαρμοζόταν για πρώτη φορά. Εάν δεν πρόκριναν οι Λέσχες Ανάγνωσης τα βιβλία που θα συμπεριλαμβάνονταν στα δεκαπέντε, από τα οποία στη συνέχεια θα αποφάσιζαν οι αναγνώστες σε ποιο θα απένεμαν το βραβείο, πολύ πιθανόν να μην ήμουν καν υποψήφιος. Όπως συνέβη και με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος της ίδιας χρονιάς ή με άλλα βραβεία που μοιράζονται δώθε κείθε. Όταν ανακοινώθηκε η υποψηφιότητα του “Ιμαρέτ”, βρισκόταν ήδη στην δεκάτη πέμπτη χιλιάδα όσον αφορά τις πωλήσεις, ενώ είχα πραγματοποιήσει σαράντα πέντε παρουσιάσεις σε όλη τη χώρα. Υπό αυτό το πρίσμα η χαρά μου θα έπρεπε να εξακοντισθεί όταν μού ανακοινώθηκε η βράβευση. Είχε, μάλιστα, λάβει διπλάσιους ψήφους από ό,τι όλα μαζί τα υπόλοιπα διαγωνιζόμενα βιβλία. Ωστόσο δε συνέβη. Ένιωσα βεβαίως ότι με τιμούν οι αναγνώστες, αλλά συγχρόνως και το χρέος μου απέναντι στις προσδοκίες που γέννησε το “Ιμαρέτ” και στη γραφή γενικότερα. Η ευθύνη υπερτερούσε και καταλάγιαζε κάθε συναίσθημα.
Τα βιβλία σας έχουν μέσα στοιχεία αυτοβιογραφικά ή είναι καθαρά προϊόντα μυθοπλασίας;
Ελάχιστα είναι τα αυτοβιογραφικά στοιχεία που εισχωρούν στη γραφή μου, με την έννοια των αυστηρά προσωπικών βιωμάτων. Γιατί σε βίωμα μετατρέπεται και η ανάγνωση και κάθε τι που συμβαίνει τριγύρω και το εισπράττει κανείς με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.
Το νέο σας βιβλίο που κυκλοφόρησε χθες από τις εκδόσεις Ψυχογιός με τίτλο “σέρρα” τι πραγματεύεται;
Πρόκειται για κοινωνικό μυθιστόρημα με φόντο την ιστορία, αυτό που συνηθίζεται να λέγεται ιστορικό μυθιστόρημα. Στο «σέρρα» εμφανίζεται σε πρώτο πλάνο η μυθοπλασία, καθώς και το ιστορικό και λαογραφικό υπόστρωμα στην περιοχή του Πόντου, στην Αμπχαζία και στο Καζακστάν από το 1915 μέχρι το 1962. Βασικός μου στόχος είναι να αναδειχτεί και διά της μυθιστοριογραφίας, ζωντανά και με αναπαραστατικό τρόπο, όσα βίωσε ο Ελληνισμός του Πόντου. Μέσα από τις σελίδες του ξεπροβάλλει η περιπετειώδης πορεία συγκεκριμένων ηρώων και πώς αντιδρούν στα κατά περίπτωση γεγονότα και καταστάσεις που καλούνται να αντιμετωπίσουν. Παράλληλα αποδίδεται η συλλογική ατμόσφαιρα, οι νοοτροπίες και οι αντιλήψεις προς πολλές κατευθύνσεις.
Όμως συνυφαίνεται και έτερος ολόκληρος κόσμος με θέματα και ερωτήματα των οποίων οι απαντήσεις έρχονται από το ίδιο το μυθιστόρημα αλλά και μέσω του προβληματισμού των αναγνωστών. Θα απαιτούνταν πολλές σελίδες για να αναφερθώ έστω και επιγραμματικά.
Η ποίηση σας αγγίζει περισσότερο από τα μυθιστορήματα;
Είμαι ζηλωτής και ταξιδευτής του λόγου. Η γλώσσα είναι εκείνη που με μαγεύει, τα λεκτικά τεχνάσματα και ραδιουργίες, τα τόσα μυστικά μονοπάτια της και το κυνήγι του ασύλληπτου· εικόνας, μεταφοράς, παρομοίωσης, μεταστοιχείωσης κλπ. Όλα είναι λόγος, είτε πεζός είτε ποιητικός.
Έχετε διαπρέψει επίσης ως στιχουργός. Με βάση την πείρα σας αυτή, ποιά είναι η γνώμη σας για την μελοποιημένη ποίηση; Θα δίνατε κείμενα σας προς μελοποίηση και ερμηνεία, ή εάν το έχετε κάνει ήδη, τώρα γνωρίζοντας το αποτέλεσμα τα προτιμάτε με ή χωρίς μουσική;
Όποτε συμπλέουν αρμονικά οι δυο τέχνες και μπολιάζει με την αξία και τη μαγεία της η μια την άλλη, γεννιέται μια καινούργια ιδέα. Πάντα ελπίζω σ’ αυτό το όμορφο πάντρεμα και ξάφνιασμα, αν και σπανίως πετυχαίνει.
Στην εποχή της ραγδαίας ανάπτυξης της τεχνολογίας τα e-books συχνά για πολύ κόσμο αντικαθιστούν τα έντυπα βιβλία. Ποιά είναι η γνώμη σας;
Η αξία ενός βιβλίου βρίσκεται στο περιεχόμενό του, είτε είναι χάρτινο είτε ηλεκτρονικό.
Πιστεύετε ότι ο κόσμος διαβάζει ακόμα βιβλία ή έχει απομακρυνθεί από τη λογοτεχνία;
Στην Έλλάδα υπολειπόμαστε κατά πολύ σε σχέση με αρκετές χώρες της Ευρώπης. Όμως όσοι αγαπούν το βιβλίο, παραμένει στις προτεραιότητές τους, κάτι που ποτέ δεν ανέδειξε η Πολιτεία. Η οικονομική κρίση επηρέασε τις πωλήσεις, όχι όμως και την ανάγνωση. Ο δανεισμός βιβλίων αυξήθηκε, όπως και η προσέλευση στις βιβλιοθήκες. Συμπερασματικά, δε νομίζω ότι συντελέστηκε κάποια συνταρακτική αλλαγή.
Αν μπορούσατε να αλλάξετε κάτι στον εαυτό σας ποιο θα ήταν αυτό;
Το ανυπόμονο του χαρακτήρα μου, αν και έχω βελτιωθεί αρκετά σε σχέση με παλαιότερα χρόνια.
Με ποιο ταλέντο θα αντικαθιστούσατε την συγγραφή εάν σας δινόταν η ευκαιρία;
Το ταλέντο ή το φέρνει κανείς μαζί του από τη γέννησή του ή κτίζεται κατά την παιδική ηλικία και στη συνέχεια εκπαιδεύεται. Συνεπώς άλλη ευκαιρία δε θα έχω και δεν το σκέφτομαι καν.