Του Α. Γούλα[*]
Χωρίς αμφιβολία η παιδεία και η εκπαίδευση αποτελούν βασικό στοιχείο της ποιότητας κάθε κοινωνίας. Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα πάσχει όχι μόνο από τις συνέπειες της κρίσης, αλλά και από τις παθογένειές του, οι οποίες οφείλονται κατά κύριο λόγο στη διαχρονική έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού. Ως εκ τούτου αποτελεί μονόδρομο ο επαναπροσδιορισμός του ρόλου της εκπαίδευσης, με στόχο τη βελτίωση της παρεχόμενης παιδείας και την άμβλυνση των κοινωνικών και εκπαιδευτικών ανισοτήτων. Πώς όμως θα επιτευχθεί αυτό; Τρόποι υπάρχουν. Χρειάζεται απλά πολιτική βούληση, η οποία θα στοχεύει στο συμφέρον του μαθητή, του γονιού, του εργαζόμενου, και όχι στην εξυπηρέτηση των ιδιωτικών συμφερόντων στο χώρο της εκπαίδευσης.
Θα σταθώ περισσότερο στο μύθο της δωρεάν δημόσιας παιδείας, αφού οι γονείς δαπανούν περίπου τέσσερα δισ. ευρώ ετησίως για τις πάσης φύσεως εκπαιδευτικές ανάγκες των παιδιών τους. Το μεγαλύτερο ποσοστό των χρημάτων αυτών αφορούν δαπάνες για δίδακτρα φροντιστηρίων, ιδιαίτερα μαθήματα και ξένες γλώσσες, δραστηριότητες δηλαδή που θα έπρεπε να καλύπτονται από το δημόσιο σχολείο.
Και για να γίνω πιο κατανοητός, θα αναφέρω δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα: Το πρώτο έχει να κάνει με τις ξένες γλώσσες. Τα αγγλικά διδάσκονται στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα από την πρώτη Δημοτικού ως την τρίτη Λυκείου, δηλ. δώδεκα ολόκληρα σχολικά έτη. Ποιος μαθητής όμως μαθαίνει την ξένη γλώσσα στο σχολείο; Τα αναλυτικά προγράμματα σπουδών του Υπουργείου Παιδείας για τις ξένες γλώσσες ούτε συνέχεια, ούτε στόχο έχουν. Η εκάστοτε «πολιτική εξουσία» στραγγαλίζει κάθε προσπάθεια του ανθρώπινου εκπαιδευτικού δυναμικού για καινοτομία και αλλαγή! Και για πιστοποίηση ούτε λόγος. Η ελληνική οικογένεια επιβαρύνεται με χιλιάδες ευρώ για την εκμάθηση ξένων γλωσσών και την πιστοποίησή τους, σε περίοδο μάλιστα οικονομικής κρίσης. Στο χώρο των πιστοποιητικών γλωσσομάθειας δε η διαπλοκή δεν έχει προηγούμενο. Πόρισμα ομάδας εργασίας του Υπουργείου Παιδείας κάνει λόγο για τεράστια προβλήματα ανομίας και αδιαφάνειας στο θέμα της πιστοποίησης προσόντων στο χώρο των ξένων γλωσσών, με αποτέλεσμα να θησαυρίζουν οι επιτήδειοι. Οι ανακοινώσεις για το Κρατικό Πιστοποιητικό γλωσσομάθειας (ΚΠγ) και την πιστοποίηση της γνώσης της ξένης γλώσσας μέσα στο σχολείο παραμένουν στα συρτάρια των αρμοδίων. Η υλοποίηση του μέτρου παραμένει όνειρο θερινής νυκτός! Το δεύτερο παράδειγμα αφορά στην πρόσβαση των μαθητών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Η «ελεύθερη» πρόσβαση στο πανεπιστήμιο, που έχει εξαγγελθεί από πολλούς Υπουργούς Παιδείας είναι άνευ ουσίας και στο τέλος αρκούνται όλοι σε μεταρρυθμίσεις του εξεταστικού συστήματος! «Ελεύθερη» πρόσβαση υπήρχε μόνο στα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του ελληνικού κράτους, καθώς επαρκούσε το απολυτήριο Γυμνασίου. Καταβάλλονταν, μάλιστα, προσπάθειες προσέλκυσης των νέων στα τριτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα. Αντιθέτως, σήμερα οι σπουδές των παιδιών θεωρούνται μεν αναγκαίες αλλά αποτελούν και το Γολγοθά της ελληνικής οικογένειας. Το αναφαίρετο δικαίωμα των μαθητών για σπουδές θεμελιώνεται μόνο με επιβάρυνση του οικογενειακού προϋπολογισμού και παράλληλα οι οικογένειες υπόκεινται σε διαρκή ψυχολογική πίεση. Σχετικά με το ζήτημα των πανελλαδικών, μόλις πριν λίγες καιρό ο Υπουργός Παιδείας Κ. Γαβρόγλου επιβεβαίωσε αυτό που γνωρίζουν όλοι, ότι δηλαδή «κάθε φουρνιά μαθητών που δίνει πανελλαδικές εξετάσεις κοστίζει στις οικογένειες 2 δισ. ευρώ».
Αποτελεί λοιπόν χρέος του οργανωμένου κινήματος της εκπαίδευσης, αλλά και του καθένα μας ειδικότερα να διεκδικήσουμε και να προστατεύσουμε το δικαίωμα για δημόσια, ποιοτική παιδεία για όλους, για ένα σχολείο για την κοινωνία κι όχι ένα σχολείο διακοσμητικό με μαθητές-πελάτες των ιδιωτικών δομών. Οφείλουμε να πιέσουμε για την εφαρμογή της θεμελιώδους απόφασης του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ που καλεί τα κράτη-μέλη του να θεσπίσουν αυστηρά κριτήρια ρύθμισης των εκπαιδευτικών συστημάτων τους, ώστε να αποτραπεί ο τεράστιος κίνδυνος της εμπορευματοποίησης της εκπαίδευσης.
[*] Καθηγητής Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας