Γράφει η Γλυκερία Κακούρη
Να κάτι που απασχολεί πολλούς νέους γονείς:
ποια ηλικία θεωρείται κατάλληλη για να αρχίσει ένα παιδί τις εξωσχολικές δραστηριότητες; Πού να προσανατολιστεί και με ποια κριτήρια;
Στις πόλεις, τουλάχιστον, υπάρχει πληθώρα επιλογών: μπάσκετ, ποδόσφαιρο, βόλλεϋ, χάντμπωλ, πιγκ-πογκ, ξιφασκία, ενόργανη, κολυμβητήριο, τέικ-βοντό, ζούμπα, παραδοσιακοί χοροί, λάτιν, μπαλέτο, χορωδία, ωδείο, μουσικοκινητική αγωγή, θεατρικό παιχνίδι, ζωγραφική, κατασκευές, σκάκι, ξένες γλώσσες κλπ.
Ένα πεντάχρονο παιδάκι πώς μπορεί να ξέρει τι ακριβώς του αρέσει; Όσο κι αν ακούγεται περίεργο, οι περισσότεροι γονείς επιλέγουν να στείλουν το παιδί τους σε κάποια δραστηριότητα αρκετά νωρίς, από την ηλικία των τεσσάρων ή πέντε χρονών. Φυσικά, ένα τόσο μικρό παιδί περνά από ένα στάδιο «δοκιμής». Συνήθως, ενθουσιάζεται, όταν έρχεται σε επαφή με κάτι καινούριο, ύστερα όμως μπορεί να το βαρεθεί και να ζητήσει κάτι άλλο. Είναι πολύ πιθανό να απορρίψει κάτι στα πέντε του χρόνια, και να το λατρέψει στα δέκα του. Επομένως, δεν υπάρχει λόγος βιασύνης ή απογοητευτικών συμπερασμάτων εκ μέρους των γονέων: «Αχ, τι θα κάνω με αυτό το παιδί; Δεν ξέρει τι θέλει!»
Ποια είναι, λοιπόν, η στάση των γονιών;
Φυσικά, στα μέτρα των οικονομικών τους δυνατοτήτων και του διαθέσιμου ελεύθερου χρόνου τους, μπορούν να προσφέρουν μία γκάμα επιλογών στα παιδιά τους, ώστε εκείνα να επιλέξουν ελεύθερα αυτό, που τους αρέσει.
Κι αν το παιδί δεν θέλει τίποτε; Ή αρνείται να δεχτεί αυτό, που του προτείνουν οι γονείς του ως «καλύτερο»; Χρειάζεται να ασκηθεί πίεση; Πίεση για μια ευχάριστη, προαιρετική δραστηριότητα; Να φορτωθεί το πρόγραμμά του με κάτι, που δεν επιθυμεί, μόνο και μόνο, για να υπάρξει εναρμόνιση με τα άλλα παιδιά, μέλλοντες πολίτες μιας ανταγωνιστικής κοινωνίας;
Υπάρχουν γονείς που αγχώνονται, επειδή το παιδί τους αρνείται να πάει σε μια εξωσχολική δραστηριότητα ή επειδή οι ίδιοι δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα ή το διαθέσιμο χρόνο, για να υποστηρίξουν κάτι τέτοιο.
Κι όμως, το χρέος του γονιού δεν αρχίζει και δεν τελειώνει στο κατά πόσο προωθεί και προσφέρει στο παιδί του εξωσχολικές δραστηριότητες. Μήπως είναι μόνο ένας εφησυχασμός και μια ψευδαίσθηση ότι κάνεις τα πάντα για το παιδί σου, θυσιάζεις τον ελεύθερο χρόνο σου το απόγευμα για να το τρέχεις εδώ κι εκεί, ενώ στην ουσία η επικοινωνία σου μαζί του είναι επιφανειακή; Μήπως απλά νοιαζόμαστε για το «φαίνεσθαι»;
Σίγουρα, το κέρδος από τη συμμετοχή σε μια δραστηριότητα, τουλάχιστον όσον αφορά την κοινωνικότητα του παιδιού-πέρα από τις ειδικότερες γνώσεις και δεξιότητες-είναι πολλαπλό, αλλά, όταν αυτή δεν είναι εφικτή για τον α ή β λόγο, δε χρειάζεται πανικός. Μια βόλτα στο πάρκο, μια επίσκεψη σε φιλικό σπίτι με παιδιά, η επαφή με συνομηλίκους του σε οποιονδήποτε περιβάλλον, επιδρούν με θετικό τρόπο.
Η διαχείριση, λοιπόν, τέτοιων καταστάσεων εξαρτάται πρωτίστως από το σεβασμό στον ιδιαίτερο χαρακτήρα του παιδιού, την ιδιοσυγκρασία του, και τις σχέσεις του με τους γονείς και τους συνομηλίκους του. Οι πρόσθετες δραστηριότητες είναι ωφέλιμες, στο βαθμό που δεν αποτελούν σημείο τριβής και άγχους για την οικογένεια, αλλά ένα ευχάριστο διάλειμμα στην καθημερινή ρουτίνα του παιδιού.