Το πλέον σύνηθες στις μέρες μας φαινόμενο είναι ο σύντροφος της μητέρας και βιολογικός πατέρας του τέκνου της, να αρνείται να αναγνωρίσει το παιδί τους. Ας δούμε όμως τι συμβαίνει στην αντίθετη περίπτωση κατά την οποία ενώ ο βιολογικός πατέρας επιθυμεί να προβεί σε εκούσια αναγνώριση του τέκνου του, η μητέρα του παιδιού φέρνει αντιρρήσεις.
Στην περίπτωση αυτή λοιπόν, εφόσον συναινούσε η μητέρα, θα μπορούσε να γίνει εκούσια αναγνώριση του τέκνου, ενώπιον συμβολαιογράφου ή με διαθήκη, αλλά από τη στιγμή που εκείνη δεν συναινεί, ο βιολογικός πατέρας μπορεί καταρχάς να ζητήσει με εξώδικη δήλωσή του προς τη μητέρα τη συναίνεσή της και σε περίπτωση που δεν τη λάβει μπορεί να ζητήσει τη δικαστική αναγνώριση της πατρότητας του τέκνου του μετά από έλεγχο γενετικού υλικού (DNA) που διατάσσει το Δικαστήριο.
Η προθεσμία προκειμένου ο πατέρας να διεκδικήσει δικαστικά την αναγνώριση του τέκνου του είναι δύο έτη από την άρνηση της μητέρας να δώσει τη συναίνεσή της για εκούσια αναγνώριση. Αν ο πατέρας έχει πεθάνει ή δεν έχει δικαιοπρακτική ικανότητα, η αναγνώριση μπορεί να γίνει από τον παππού ή τη γιαγιά της πατρικής γραμμής.
Ενδεχομένως, μετά την άσκηση αγωγής αναγνώρισης πατρότητας να μπορεί ο πατέρας να διεκδικήσει δι’ ασφαλιστικών μέτρων και την επικοινωνία του με το τέκνο του, εφόσον υπάρχει και πρακτικά η δυνατότητα προς τούτο, ήτοι ο τόπος κατοικίας του πατέρα είναι στην ίδια πόλη με την κατοικία του τέκνου. Περαιτέρω, η διεκδίκηση της επιμέλειας του τέκνου (στην περίπτωση αυτή για την οποία μιλούμε) από τον βιολογικό πατέρα είναι πρακτικά σχεδόν ανέφικτη και η σχετική οδός ανοίγεται υπέρ του πατέρα, όταν αυτός μπορεί να επικαλεστεί και να αποδείξει στο Δικαστήριο την ακαταλληλότητα της μητέρας (λόγω ψυχικών διαταραχών, ανήθικου βίου, χρήσης ουσιών, αλκοολισμού, χρήσης βίας προς το παιδί κ.λ.π.), να ασκεί την επιμέλεια του προσώπου και τη διαχείριση της περιουσίας του τέκνου τους.