Γιατροί και εργαζόμενοι στα δημόσια νοσοκομεία, το ΕΚΑΒ και τις προνοιακές δομές προχωρούν αύριο, Τετάρτη, σε 24ωρη απεργία, επισημαίνοντας ότι το Δημόσιο Σύστημα Υγείας βρίσκεται στον «δρόμο της κατάρρευσης, που το έχουν οδηγήσει οι μνημονιακές πολιτικές της ύφεσης, της λιτότητας, των εισοδηματικών περικοπών των εργαζομένων, της διάλυσης των δημόσιων δομών κοινωνικής στήριξης».
Η Ομοσπονδία Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδας (ΟΕΝΓΕ) κάνει λόγο για «οικονομική ασφυξία των νοσοκομείων, τραγική υποστελέχωση, σωματική και ψυχολογική εξουθένωση των εργαζομένων, για διατήρηση των μνημονιακών διοικήσεων που συνεχίζουν την πολιτική της σκόπιμης παράλυσης της διοικητικής λειτουργίας των νοσοκομείων, αναιρώντας τις όποιες κυβερνητικές πρωτοβουλίες».
Η ΟΕΝΓΕ προτάσσει ως επιτακτική ανάγκη την αύξηση της χρηματοδότησης των νοσοκομείων τουλάχιστον κατά 600 εκατ. -και από τα 1,4 που προβλέπονται να φτάσει τα 2 δισ.- ώστε, όπως αναφέρει, να δοθεί λύση στα προβλήματα έλλειψης υλικών και φαρμάκων, να εξομαλυνθεί η λειτουργία τους και να είναι εφικτή η περίθαλψη ασφαλισμένων και ανασφαλίστων, καθώς και η αποπληρωμή των εφημεριών των γιατρών και των υπερωριών των λοιπών υγειονομικών.
Αναφέρει, επίσης, ότι χρειάζεται ένα άμεσο σχέδιο διάσωσης της δημόσιας περίθαλψης που θα περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, συμπληρωματική χρηματοδότηση των νοσοκομείων, την προκήρυξη όλων των κενών θέσεων ιατρικού προσωπικού και την κάλυψή τους με μόνιμο προσωπικό σε αυστηρά χρονικά όρια, με προτεραιότητα νοσοκομειακά τμήματα που έκλεισαν ή κινδυνεύουν να κλείσουν, τα Κέντρα Υγείας που ψυχορραγούν, τις υπηρεσίες υγείας στις νησιωτικές περιοχές της χώρας, την πρόσληψη του απαραίτητου νοσηλευτικού προσωπικού σε όλα τα τμήματα που υπολειτουργούν και την υλοποίηση σχεδίου για την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας. Επίσης θεωρεί απαραίτητη την εκπόνηση σχεδίου για τη συντήρηση και αντικατάσταση της απαραίτητης υλικοτεχνικής υποδομής.
«Η κατάσταση στο ΕΣΥ είναι εκτός ελέγχου εξαιτίας της υποχρηματοδότησης και της υποστελέχωσης. Το ΕΣΥ απαξιώνεται – συρρικνώνεται – ιδιωτικοποιείται. Με βάση την πορεία των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές, δεν διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις επίλυσης των συσσωρευμένων προβλημάτων και η κατάσταση οδηγείται σε μη διαχειρίσιμο» επισημαίνει από την πλευρά της η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων στα Δημόσια Νοσοκομεία (ΠΟΕΔΗΝ).
Σωματεία εργαζομένων σε Ευαγγελισμό, ΚΑΤ, Κέντρο Βρεφών Μητέρα
Οι πρόεδροι των Σωματείων εργαζομένων στα νοσοκομεία «Ευαγγελισμός» Σιώρας Ηλίας και «ΚΑΤ» Πάκου Παρασκευή, και στο Κέντρο Βρεφών Μητέρα Παπαδογιαννάκη Αναστασία, περιέγραψαν, σήμερα, σε συνέντευξη Τύπου με τα μελανότερα χρώματα την κατάσταση που επικρατεί στα Ιδρύματα, επισημαίνοντας μάλιστα, ότι «τα οξυμένα προβλήματα δεν δίνουν πίστωση χρόνου στον υπουργό», με τον Ηλία Σιώρα να αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «ποτέ δεν είδαμε στα νοσοκομεία τόσο λίγο προσωπικό, ποτέ δεν είδαμε τόσο επικίνδυνα χαμηλά τα οικονομικά των νοσοκομείων και ποτέ δεν είδαμε τόσο πολύ κόσμο να προσέρχεται στα νοσοκομεία».
Ο προϋπολογισμός του «Ευαγγελισμού», είπε ο κ. Σιώρας είναι μειωμένος κατά 14% σε σχέση με πέρυσι, και ενώ θα έπρεπε να είχαν αποδοθεί στο νοσοκομείο τουλάχιστον 25-30 εκατ. ευρώ για το α΄τετράμηνο, αποδόθηκαν μόνο 2 εκατ., με μηνιαίο κόστος για προμήθειες και υπηρεσίες να ανέρχεται στα 7-8 εκατ. και τα ταμειακά διαθέσιμα να μην ξεπερνούν τα 4 εκατ. ευρώ.
Από την άλλη καταγράφεται περίπου 20% αύξηση ασθενών στα δημόσια νοσοκομεία -και επιπλέον, όπως είπε, για τους ανασφάλιστους, των οποίων το κόστος υπολογίζεται στα 2.200 ευρώ ανά ασθενή, απαιτείται άμεση επιχορήγηση, αλλά «μέχρι τώρα έχουν δοθεί μόνο 45.000 ευρώ». Έως σήμερα έχουν νοσηλευθεί στον «Ευαγγελισμό» 250 ανασφάλιστοι και σύμφωνα με εκτιμήσεις αναμένεται να ξεπεράσουν τους 1.000 έως το τέλος του χρόνου.
Οι ελλείψεις προσωπικού αγγίζουν τα όρια της «επικινδυνότητας» ανέφερε ο κ. Σιώρας, και αποτυπώνονται στη λειτουργία του Ιδρύματος, καθώς από τις 15 εξοπλισμένες χειρουργικές αίθουσες λειτουργούν μετά βίας 9-10, ενώ η εργασιακή εξουθένωση αγγίζει το 40%.
«Η γενική εφημερία είναι πεδίο μάχης, με χιλιάδες ασθενείς να προσέρχονται λόγω της παντελούς απουσίας Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και το κλείσιμο δομών υγείας πανελλαδικά, με συνέπειες απαράδεκτες -συχνά τραγικές- για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την ίδια τη ζωή των αρρώστων αλλά και των υγειονομικών», κατέληξε ο κ. Σιώρας.
Πέντε μήνες από το ΚΑΤ λείπει βαμβάκι, το α’ τετράμηνο θα έπρεπε να αποδοθούν στο νοσοκομείο 16 εκατ. και αποδόθηκαν 2 εκατ, με πάγιες δαπάνες 3,2 εκατ. ευρώ.
Η έλλειψη προσωπικού έχει χτυπήσει κόκκινο, σύμφωνα με την κ. Πάκου , με το τμήμα των ακτινολόγων να λειτουργεί με 50% λιγότερο προσωπικό από αυτό που προβλέπει ο κανονισμός, τρεις αίθουσες χειρουργείων να είναι κλειστές, ενώ μόνο στους εργαζομένους στα χειρουργεία οφείλονται 627 ρεπό. Όσο για τη συντήρηση των υποδομών, αυτή είναι «ανύπαρκτη» σύμφωνα με την κ. Πάκου, η οποία έθεσε και το θέμα των εργολάβων (καθαριότητα, σίτιση), «που εκμεταλλεύονται», όπως είπε, τους εργαζόμενους και τους υποχρεώνουν να υπογράφουν συμβάσεις για 9 ώρες εργασίας, ενώ δουλεύουν 45, με 3,93 ευρώ την ώρα μικτά.
Τον κώδωνα του κινδύνου έκρουσε και η κ. Παπαδογιαννάκη από το Κέντρο Βρεφών Μητέρα, το οποίο φιλοξενεί 86 παιδιά, ενώ στα νοσοκομεία περιμένουν ακόμα 40, καθώς η έλλειψη προσωπικού, αλλά και υποδομών, έχει φτάσει σε οριακό, όπως είπε, σημείο. Σύμφωνα με το οργανόγραμμα θα έπρεπε να υπηρετούν 28 κοινωνικοί λειτουργοί και είναι μόνο 8, στις βρεφονηπιακές υπηρεσίες προβλέπονται 100 θέσεις και οι 50 είναι κενές, από 5 ψυχολόγους καλυμμένες είναι μόνο οι 2 θέσεις. Οι διαδικασίες υιοθεσίας καθυστερούν, με αποτέλεσμα σήμερα να χρειάζεται διπλάσιος χρόνος -που φτάνει και τα 5 χρόνια- για να ολοκληρωθούν, και από την άλλη οι ανάδοχες οικογένειες «έχουν αφεθεί», καθώς, λόγω έλλειψης προσωπικού η παρακολούθηση είναι ελλιπής, ενώ έχει παρατηρηθεί και καθυστέρηση στην καταβολή των επιδομάτων.
Η κ. Παπαδογιαννάκη άφησε αιχμές και για τον ρόλο των ΜΚΟ, λέγοντας ότι φιλοξενούν μόνο υγιή παιδιά και σημειώνοντας πως «όσο η κατάσταση στα κρατικά ιδρύματα χειροτερεύει θα ανοίγει ο δρόμος στην επιχειρηματική δράση σε αυτούς τους ευαίσθητους τομείς».