Μονόδρομο χαρακτήρισαν την υπογραφή του μνημονίου ο πρόεδρος και ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, Τάκης Αθανασόπουλος και Νίκος Βέττας, και τούτο διότι, όπως υποστήριξαν,στην κατάσταση που βρισκόταν η χώρα και κάτω από την πίεση που δεχόταν από τις αγορές, δεν υπήρχε άλλη λύση.
Στην πολύωρη κατάθεση τους στην Εξεταστική Επιτροπή που διερευνά τις συνθήκες υπαγωγής της χώρας στα μνημόνια, τόσο ο κ. Αθανασόπουλος όσο και ο κ. Βέττας υπεραμύνθηκαν του προγράμματος προσαρμογής, καθώς, όπως είπαν, εκείνη τη χρονική στιγμή η άλλη εναλλακτική λύση ήταν η πτώχευση της χώρας. Αναγνώρισαν, ωστόσο, ότι υπήρξαν λάθη και αστοχίες και σημείωσαν ότι αν είχαν γίνει νωρίτερα οι διαρθρωτικές αλλαγές, οι συνέπειες του μνημονίου θα είχαν λιγότερο πόνο και μεγαλύτερη απόδοση.
“Δεν υπήρχε περίπτωση να σε χρηματοδοτήσει είτε το ΔΝΤ, είτε η ΕΕ, αν δεν υπήρχε ένα πρόγραμμα προσαρμογής. Ήταν πολύ μεγάλη η ανισορροπία στην οικονομία. Αν είχαμε κάνει τις διαρθρωτικές αλλαγές μια 10ετία νωρίτερα, τα πράγματα θα ήταν καλύτερα. Θα είχαν γίνει με λιγότερο πόνο και με μεγαλύτερη απόδοση. Το πρόβλημα το γνωρίζαμε από το 2009. Η κρίση ήταν ‘ante portas’, αν είχαμε αντιδράσει ένα χρόνο νωρίτερα με συναίνεση, τα πράγματα θα ήταν πολύ διαφορετικά”, δήλωσε χαρακτηριστικά ο πρόεδρος του ΙΟΒΕ.
Και συμπλήρωσε: “Για μια χώρα σαν την Ελλάδα, το να αποφασίσεις στη μέση της κρίσης να πεις, δεν θέλω να συμμετάσχω στο οικονομικό εγχείρημα, είναι σαφές ότι θα υπήρχε ελεύθερη πτώση. Δεν μπορείς σε όρους ευρωπαϊκών θεσμών να ανταπεξέλθεις και ουσιαστικά να αποφασίσεις ότι θα εξακολουθήσεις να ζήσεις σε μόνιμη φτώχεια. Άρα, δεν υπήρχε τότε άλλος δρόμος. Αλλά θα μπορούσε να γίνει καλύτερη διαχείριση με αναπτυξιακή αναδιάρθρωση”.
Όπως αναγνώρισε ο κ. Αθανασόπουλος, “ορισμένοι στόχοι του μνημονίου αποδεικνύεται, εκ των πραγμάτων, ότι έπρεπε να ήταν σε άλλη κατεύθυνση”.
“Υπήρξαν λάθη. Έπρεπε να δοθεί περισσότερη προσοχή στα διαρθρωτικά προβλήματα, όπως φοροδιαφυγή και γραφειοκρατία ή σε στοχευμένες περικοπές και όχι στα δημοσιονομικά. Η συσσωρευμένη ύφεση θα είχε αποφευχθεί, αν τα μέτρα ήταν περισσότερο διαρθρωτικά και η δημοσιονομική παρέμβαση περισσότερο στοχευμένη”, τόνισε.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, υποστηρίζοντας ότι “το Μνημόνιο δεν έφερε την κρίση στην ελληνική οικονομία, αλλά η παγκόσμια κρίση που ξέσπασε από την Αμερική το 2007, πυροδότησε τις καχεξίες και τα ενδογενή αίτια που υπήρχαν, τα οποία δεν επιδέχονταν ούτε αναβολή ούτε ευκαιριακή αντιμετώπιση”.
“Το ζητούμενο από την αρχή της προσαρμογής, δεν ήταν να υπάρξει ύφεση και να συρρικνωθεί η οικονομία, αλλά να αλλάξει το παραγωγικό πρότυπο. Με μνημόνιο ή χωρίς μνημόνιο, κάτι έπρεπε να γίνει. Όχι, όμως, με τρόπο αμφίσημο και όχι επειδή μας το επιβάλλει κάποιος”, υποστήριξε ο κ. Βέττας.
Στις επίμονες ερωτήσεις των βουλευτών αν το μνημόνιο ήταν η καλύτερη ή όχι λύση για τη χώρα, ο κ. Βέττας απάντησε: “Αν δεν το είχαμε το μνημόνιο, τι άλλο θα είχαμε ως χώρα; Πτώχευση. Θα μπορούσε να είναι καλύτερη η συμφωνία, αν δεν περιμέναμε μέχρι τελευταία στιγμή να πάρουμε τις αποφάσεις που πήραμε. Και αν είχαμε πολλούς μήνες νωρίτερα προετοιμαστεί, θα είχαμε καταλήξει σε πιο σωστό πλαίσιο”.
Σε άλλη ερώτηση βουλευτών αν υπάρχουν ευθύνες και σε ποιους τις καταλογίζει, για τις δραματικές συνέπειες από την εφαρμογή των Μνημονίων, ανέφερε χαρακτηριστικά: “Υπήρχε μια πολύ δύσκολη δυναμική εκείνη την περίοδο. Τι ευθύνη έχει ο καθένας; Να τολμήσω να πω και αυτοί που χειρίστηκαν τα πράγματα αρκετά πριν το μνημόνιο, γιατί ενώ είχαν μπροστά τους αρκετό ευνοϊκό χρόνο, δεν προέβλεψαν να κάνουν τις απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές που θα ήταν και πολύ πιο λίγο επώδυνες, αλλά και αυτοί που έβλεπαν ότι αυτό το διεθνές πρόβλημα ερχόταν και στη χώρα μας και έπρεπε να δράσουν με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα. Όμως, μπορεί κανείς να πει ότι ήταν τεράστια η αβεβαιότητα, ήταν αχαρτογράφητα τα ύδατα”.
“Κατανοώ ότι οδηγηθήκαμε σε μέτρα που δεν ήταν τα πιο κατάλληλα. Πρέπει, όμως, να λαμβάνουμε υπόψη και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες παίρνονται οι αποφάσεις”, τόνισε από την πλευρά του ο κ. Αθανασόπουλος και συνέχισε λέγοντας: “Συμβαίνει συχνά στη χώρα μας, να αναλωνόμαστε για να βρούμε λύσεις. Αυτό οδήγησε ξένους και Έλληνες σε κάποιες εκτιμήσεις που δεν ήταν σωστές. Αυτό συμβαίνει πάντα, ιδιαίτερα στη χώρα μας, γιατί σε μηδέν χρόνο πρέπει να προχωρήσεις στην οριοθέτηση του προβλήματος. Ας θυμηθούμε την τεράστια αβεβαιότητα που υπήρχε. Απαγορευόταν από τη συνθήκη να υπάρξει διάσωση χώρας. Το πρόβλημα ήταν υπαρξιακό. Οι αγορές αποφάσισαν ότι δεν είμαστε αξιόχρεοι. Όταν συμβεί αυτό, ή λες ότι βρισκόμαστε σε ελεγχόμενη πτώχευση, ή αν βρεθεί κάποιος να σε δανείσει με χαμηλότερο επιτόκιο πρέπει να τηρήσεις ένα πρόγραμμα είτε εντός είτε εκτός μνημονίου. Υπάρχουν χώρες που εφάρμοσαν αυστηρά μοντέλα και κατάφεραν να επιτύχουν τους στόχους τους, όπως πχ η Λετονία. Εμείς καθυστερήσαμε πολύ να αντιδράσουμε όταν ξέραμε ότι η κρίση είναι και στη χώρα μας”.
Σχολιάζοντας τη “συνταγή” του ΔΝΤ, και οι δύο υποστήριξαν ότι “αν δεν ήμασταν στην Ευρωζώνη, μέσα σε μια μέρα θα φτωχαίναμε όλοι και οι δημόσιες δαπάνες θα μειώνονταν στο μισό”.
“Και αυτοί που είχαν χειριστεί την αβεβαιότητα και στον τύπο και στους πολίτες, δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι μπορούσε η χώρα να ξεφύγει από την κατάσταση που είχε περιέλθει, χωρίς να αλλάξει τίποτα. Ήταν μια ψευδαίσθηση αυτή. Καλύψαμε μεγάλο κομμάτι του δρόμου για να το πετάξουμε τώρα αυτό που καταφέραμε”, επεσήμανε ο κ. Αθανασόπουλος.
Κληθείς ο κ. Βέττας να σχολιάσει το PSI, υποστήριξε ότι “είναι σαφές ότι αν το κούρεμα του ελληνικού δανείου γινόταν νωρίτερα και βαθύτερα, θα ήταν μικρότερο και πιο διαχειρίσιμο”.
“Δεν είμαι κατά του κουρέματος. Η αναδιάρθρωση, όμως, του χρέους είναι ένα εργαλείο που πρέπει να το χρησιμοποιήσεις στον κατάλληλο χρόνο, σε συνάρτηση και των πολιτικών. Το θέμα είναι πώς θα το κάνεις, με τρόπο ώστε από εκεί και πέρα να έχεις την αξιοπιστία σου. Κατά μία έννοια, επειδή θεσμικά δεν μπορούσε να υπάρξει διάκριση, έπεσε επί όλων ένα σημαντικά μεγάλο βάρος. Το χρέος, πάντως, είτε τακτικά είτε άτακτα θα μειωνόταν”, ανέφερε ο κ. Βέττας.
Ο κ. Αθανασόπουλος επέμεινε ότι οι διαστάσεις του προβλήματος της ελληνικής οικονομίας ήταν γνωστές από τον Μάρτιο του 2009 και ότι “αν είχαμε αντιδράσει διαφορετικά, τότε οπωσδήποτε θα είχαμε μία πολύ διαφορετική κατάσταση”.
“Το μνημόνιο είχε θετικά αποτελέσματα. Μπορεί να μην πέτυχε πολλούς από τους στόχους του και η ευθύνη βαρύνει όλους εμάς που μετείχαμε στην υλοποίηση του, οπωσδήποτε, όμως, ήταν καλύτερο από την εναλλακτική λύση, που ήταν η πτώχευση”. Υπογράμμισε.
– “Γιατί; Αναζητήθηκε άλλη λύση; Πώς λέτε για πτώχευση;”, ρωτήθηκε.
– “Ξέραμε ότι η κρίση ήταν ante portas. Ο χρόνος που χάθηκε, φτάνοντας παραμονές της διαπίστωσης του προβλήματος που έπρεπε να πληρώσουμε ένα μεγάλο ποσό και δεν το είχαμε, περιόρισε την άλλη πιθανή εναλλακτική. Αν είχε ξεκινήσει ένα χρόνο νωρίτερα με συναίνεση και πιο γρήγορα, η αντιμετώπιση του προβλήματος της ασθενούς μας οικονομίας, θα υπήρχε και μεγαλύτερος χρόνος για μελέτες και καλύτερα αποτελέσματα και δεν θα είχαμε τις αυξήσεις στα spreads. Διότι οι εκτιμήσεις των αγορών θα ήταν ότι γίνεται συνειδητή προσπάθεια αντιμετώπισης του προβλήματος. Οι αγορές όταν βλέπουν αδράνεια, αντιδρούν πολύ διαφορετικά”, ήταν η απάντηση του κ. Αθανασόπουλου που επέμεινε ότι πρέπει να προχωρήσουν οι διαρθρωτικές αλλαγές.
“Αργά ή γρήγορα θα βγούμε από τα μνημόνια. Πιστεύει κανείς ότι ακόμα και εκτός μνημονίων δεν θα πρέπει να τρέξεις τις διαρθρωτικές αλλαγές; Είτε μέσα, είτε έξω από τα μνημόνια έχεις την ευχέρεια να τις προσαρμόζεις. Η διαφορά είναι ότι δεν σε δανείζει ένας ανώνυμος, αλλά οι εταίροι σου. Ακόμα και στη περίπτωση που πετύχουμε καλύτερη συμφωνία, αν δεν διορθωθούν οι ρίζες του προβλήματος, πολύ σύντομα θα αποτύχει το πρόγραμμα”, επεσήμανε.