Tα κρούσματα του κορονοϊού αυξάνουν, η ανησυχία επιστρέφει, κάθε ημέρα χάνουν τη ζωή τους περίπου 50 άνθρωποι, η κυβέρνηση κατηγορείται ότι ολιγωρεί και ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει να κάνει το στρατηγικό λάθος που τον συνοδεύει από την αρχή της περιπέτειας. Να επιλέξει το πεδίο της πανδημίας ως προνομιακό πεδίο αντιπαράθεσης, αν και θα έπρεπε να έχει διαπιστώσει ότι δεν ήταν ιδιαίτερα αποδοτική αυτή επιλογή.
Ωστόσο, ότι και να συζητηθεί για τα μέτρα περιορισμού της πανδημίας και για το αν η κυβέρνηση τα προωθεί ή όχι, το «μυστικό» βρίσκεται σ΄ αυτό που μονότονα επαναλαμβάνουν οι επιστήμονες, στην επέκταση του εμβολιασμού. Δυστυχώς, όλοι ταυτόχρονα βλέπουν μπροστά τους ένα τείχος αρνητών, με μικρά περιθώρια αλλαγής στάσης. Η πρόσφατη έρευνα της PULSE ήταν αποκαλυπτική. Το 51% των ανεμβολίαστων δηλώνουν ότι τίποτα δεν μπορεί να τους πείσει να εμβολιαστούν και το 8% περιμένει κάποιον άνθρωπο της θρησκείας, τον πνευματικό τους ή κάτι αντίστοιχο.
Εδώ ακριβώς βρίσκεται το πρόβλημα. Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα ισχυρό αντιεμβολιαστικό κίνημα με ακόμα πολύ μεγαλύτερη επίδραση λόγω των social media όπου διαβάζεις ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς και ενός ανεξέλεγκτου δικτύου sites καλλιέργειας φόβου, άρνησης και διάδοσης θεωριών συνωμοσίας. Η Ελλάδα έχει το θλιβερό προνόμιο να έχει ένα από τα πιο ισχυρά αντιεμβολιαστικά κινήματα και αυτό δημιουργεί παρενέργειες, βραχυκυκλώνει την προσπάθεια απεμπλοκής από την περιπέτεια της πανδημίας.
Οι αιτίες αυτού του φαινομένου μπορούν να αναζητηθούν σε δύο επίπεδα. Η μία βρίσκεται στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος στο σύνολό του. Στην Ελλάδα τη μάχη δίνει μόνη της μια κυβέρνηση, με μόνο το ΚΙΝΑΛ να εμφανίζει ανά διαστήματα λογικές προτάσεις. Όλη η άλλη αντιπολίτευση βρίσκεται με το όπλο παρά πόδα.
Συγκριτικές έρευνες σε χώρες της Ευρώπης δείχνουν ότι ενώ σ΄ όλες τις άλλες χώρες είναι τα ακροδεξιά μορφώματα που δημιουργούν αντιεμβολιαστικές συμπεριφορές, στην Ελλάδα βρίσκεις κοινές συμπεριφορές ανεξάρτητα από σκεπτικά τόσο από ακροδεξιά, όσο και από αριστερά, ακροαριστερά κομματικά σχήματα. Άλλωστε τουλάχιστον σε δύο έρευνες (της MARC και της ALCO) εμφανιζόταν πρώτο κόμμα στους ανεμβολίαστους ο ΣΥΡΙΖΑ και δεύτερο η Ελληνική Λύση.
Σε καμία χώρα της Ευρώπης δεν θα βρεις κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να έχει αρχικά αμφισβητήσει την ύπαρξη του εμβολίου για να κατηγορήσει την κυβέρνηση ότι κάνει «εμπόριο ελπίδας» ή να έχει ανακαλύψει την «εθελοντική υποχρεωτικότητα».
Σε καμία χώρα της Ευρώπης δεν θα βρεις μη ακροδεξιό κόμμα να έχει προβεβλημένα στελέχη που να έκλειναν ή και να κλείνουν το μάτι στους αντιεμβολιαστές ή να στέλνουν αντιπροσωπεία συμπαράστασης π.χ σε νοσοκομειακούς, που διαμαρτύρονται για την υποχρεωτικότητα εμβολιασμού ακριβώς σ΄ αυτούς που η δουλειά τους είναι να προστατεύουν την υγεία μας.
Όλα αυτά επιδρούν, προσφέρουν προστασία προκαλώντας πρόβλημα στη χώρα, στην υγεία μας. Κατά τα άλλα όσοι δεν έκαναν τίποτα για να πείσουν ούτε έναν να εμβολιαστεί, εμφανίζονται ως μόνιμα ανησυχούντες. Πιστεύει κανείς ότι οι καταστάσεις θα ήταν οι ίδιες αν τα βασικά έστω κόμματα είχαν ένα κοινό πλαίσιο δράσης; Ποιος όμως από την αντιπολίτευση ήταν πρόθυμος να βάλει πλάτη; Εδώ το χόμπι ήταν να κατηγορείται η κυβέρνηση όταν παίρνει μέτρα, αλλά να καταγγέλλεται και όταν δεν παίρνει.
Η δεύτερη βασική αιτία είναι βαθιά πολιτισμική και αναδεικνύεται για άλλη μια φορά. Υπάρχει σταθερά ένα ποσοστό ανορθολογιστών, συνωμοσιολόγων και δεξιών και αριστερών «αντιστυστημικών». Έντεκα χρόνια πριν, το 30% (περίπου όσο και το ποσοστό ανεμβολίαστων) δήλωναν στις δημοσκοπήσεις ότι μας ψεκάζουν για να μας πείσουν ότι η Ελλάδα είναι υπερχρεωμένη. Στην περίοδο Σημίτη 3.000.000 Έλληνες είχαν υπογράψει κατά της μη εγγραφής του θρησκεύματος, γιατί θεωρούσαν ότι πρόκειται για προσπάθεια σιωνιστικών κύκλων για αφελληνισμό.
Αυτές οι συμπεριφορές συνδέονται. Έχουν να κάνουν με το ότι η χώρα δεν έζησε την περίοδο του Διαφωτισμού, με έναν καλλιεργημένο επί αιώνες ανορθολογισμό, με τη θρησκοληψία, ακόμα και με την ποιότητα της παρεχόμενης Παιδείας. Όποιος υποτιμά αυτή την πλευρά στις δυσκολίες εφαρμογής του αυτονόητου, κινδυνεύει να κάνει τραγικά λάθη.
Αυτές είναι οι βασικές αιτίες εμφάνισης ενός ισχυρού κινήματος αντιεμβολιασμού στη χώρα. Πολλά θα μπορούσαν να είναι βελτιωμένα αν υπήρχε κοινή δράση. Ωστόσο, πώς να γίνει αυτό με μια αντιπολίτευση απελπισμένη από τις επιδόσεις της που ελπίζει και αυτές τις ημέρες να υπάρξει κίνημα αγανακτισμένων κατά της ολιγωρίας της κυβέρνησης; Πώς να γίνει όταν και η επίσημη Εκκλησία ήθελε τον χρόνο της για να προσαρμόσει την τακτική και τα μηνύματά της προς τους πιστούς αφού χρειάστηκε να πεθάνουν Ιεράρχες ή και να γίνει συνείδηση η αντίδραση τμήματος των πιστών απέναντι στην αρχική απραξία και ανοχή;
Το σίγουρο είναι ότι κάποια στιγμή θα έχουμε νικήσει την πανδημία, θα έχουμε νικήσει σ΄ αυτόν τον πόλεμο. Ας μην έχουν κάποιοι ψευδαισθήσεις. Όταν τελειώνει ο πόλεμος, νικητής θεωρείται αυτός που έδωσε μάχη έστω και με λάθη και ποτέ αυτός που δεν έκανε τίποτα, αμφισβητώντας κάθε βήμα, βάζοντας συχνά και τρικλοποδιές.